ἀοργησία

From LSJ
Revision as of 10:48, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀοργησία Medium diacritics: ἀοργησία Low diacritics: αοργησία Capitals: ΑΟΡΓΗΣΙΑ
Transliteration A: aorgēsía Transliteration B: aorgēsia Transliteration C: aorgisia Beta Code: a)orghsi/a

English (LSJ)

ἡ, a defect in the passion of anger, 'lack of gall', Arist. EN1108a8, cf. 1126a3:—in good sense, Plu., who wrote a treatise περὶ ἀοργησίας, cf. Nic.Dam.p.150 D., Andronic.Rhod.p.575 M., Gal. 5.30.

German (Pape)

[Seite 272] ἡ, das nicht in Zorn Gerathen, Zornlosigkeit, Arist. Nic. Eth. 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀοργησία: ἡ, ἡ παντελὴς ἔλλειψις ὀργῆς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ὀργιλότης, ἡ δὲ ἔλλειψις [ὀργῆς], εἴτ’ ἀοργησία τις ἐστὶν εἴθ’ ὅ,τι δήποτε, ψέγεται, οἱ γὰρ μὴ ὀργιζόμενοι ἐφ’ οἷς δεῖ ἠλίθιοι δοκοῦσιν εἶναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5, 5: ― Ἐπὶ καλῆς σημασίας, Πλούτ., ὅστις καὶ ἔγραψε πραγματείαν περὶ ἀοργησίας.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
calme ou égalité de l'âme.
Étymologie: ἀόργητος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 indiferencia, falta de pasión, pasividad en sent. peyor. ἔστιν οὖν ἡ πραότης ἀνὰ μέσον ὀργιλότητος καὶ ἀοργησίας Arist.MM 1191b25, cf. EN 1108a8, 1126a3.
2 calma, dominio de la pasión, dominio de la ira περὶ ἀοργησίας tít. de una obra de Plutarco, Plu.2.452d, cf. Nic.Dam.103w., Andronic.Rhod.p.575, Gal.5.30, Ath.Al.M.26.869B.

Greek Monolingual

ἀοργησία, η (AM) αόργητος
η συγκράτηση της οργής, η ψυχραιμία, η πραότητα
αρχ.
πλήρης έλλειψη οργής.

Greek Monotonic

ἀοργησία: ἡ, έλλειψη του ψυχικού πάθους της οργής, παντελής απουσία οργής, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀοργησία:незлобивость, душевная невозмутимость Arst., Plut.

Middle Liddell

[from ἀόργητος
a defect in the passion of anger, "lack of gall", Arist.