ἁλίβρεκτος

From LSJ
Revision as of 10:51, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίβρεκτος Medium diacritics: ἁλίβρεκτος Low diacritics: αλίβρεκτος Capitals: ΑΛΙΒΡΕΚΤΟΣ
Transliteration A: halíbrektos Transliteration B: halibrektos Transliteration C: alivrektos Beta Code: a(li/brektos

English (LSJ)

ον, washed by the sea, AP7.501 (Pers.), Nonn.D.1.96.

German (Pape)

[Seite 96] meerbenetzt, πέτρου πρόπους Pers. 8 (VII, 501); öfter Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίβρεκτος: -ον, ὁ βρεχόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Π. 7. 501. Νόνν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mouillé par l'eau de mer.
Étymologie: ἅλς¹, βρέχω.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
bañado por el mar πρόπους AP 7.501 (Pers.), Nonn.D.1.96.

Greek Monolingual

-ον (Α ἁλίβρεκτος)
ο βρεχόμενος από θάλασσα, θαλασσόβρεχτος, αλίβροχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + βρεκτὸς < βρέχω].

Greek Monotonic

ἁλίβρεκτος: -ον (ἅλς, βρέχω), αυτός που βρέχεται από την θάλασσα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίβρεκτος: омываемый морем (πέτρου πρόπους Anth.).

Middle Liddell

[ἅλς, βρέχω
washed by the sea, Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἁλίβρεκτος -ον ἅλς, βρέχω door de zee bespoeld.