ἀσπαστός
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
ή, όν, A = ἀσπάσιος, welcome, Hom. (only in Od.), Ὀδυσῆ' ἀσπαστὸν ἔδυ φάος ἠελίοιο 13.35, cf. 5.398, 23.239; κάρτα ἀ. [τὸ πρᾶγμα] ἐποιήσαντο Hdt.5.98; τοῖσι ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον 1.62, cf. E.Rh.348 (lyr.), Them.Or.15.184d (Comp.). Adv. ἀσπαστῶς Hdt.4.201, Lyc.1090; τὸ τῆς ζωῆς ἀσπαστόν Epicur.Ep.3p.61U.; neut. ἀσπαστόν as adverb, Hes.Sc.42. 2 to be welcomed, Pl.Phlb. 32d. II ἄσπαστον, τό, an instrument of uncertain use, BGU544.25 (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 373] erwünscht, willkommen; Od. 7, 343. 8, 295. 13, 35. 19, 569. 23, 60. 239; das neutr. ἀσπαστόν als advb. 5, 398 Ὀδυσῆ' ἀσπαστὸν ἐείσατο γαῖα καὶ ὕλη; wünschenswerth, Plat. Phil. 32 c; ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον Her. 1, 62. – Adv. ἀσπαστῶς, ὑπήκουσαν Her. 4, 201.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπαστός: -ή, -όν, = ἀσπάσιος, Ὅμ. (μόνον ἐν Ὀδ.), ἀσπ. τινι Ε. 398., Ν. 35· Ἐπ. λέξις, ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., κάρτα ἀσπ. [τὸ πρᾶγμα] ἐποιήσαντο 5. 98· οἶσιν ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον 1. 62· ὡσαύτως παρ’ Εὐρ. ἐν Ρήσ. 348, Πλάτ. Φιλ. 32D. ― Ἐπίρρ. -τῶς Ἡρόδ. 4. 201· οὐδ. ἀσπαστὸν ὡς ἐπίρρ. Ἡσ. Ἀσπ. 42.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
accueilli avec joie, agréable ; neutre adv. • ἀσπαστόν avec joie;
Cp. ἀσπαστότερος.
Étymologie: ἀσπάζομαι.
English (Autenrieth)
welcome; ἀσπαστόν, ‘a grateful thing,’ Od. 5.398.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): dór. -ά IE 39.5, Mosch.5.7
1 recibido con alegría, bienvenido ἥκεις, ὦ ποταμοῦ παῖ, ... ἀ. E.Rh.348, κάρτα ἀσπαστὸν ἐποιήσαντο καὶ ἀναλαβόντες παῖδας Hdt.5.98
•neutr. como adv. con alegría ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ἀσπαστὸν ὑπεκπροφύγῃ κακότητα Hes.Sc.42
•grato τῷ δ' ἀσπαστὸν ἐείσατο κοιμηθῆναι Od.7.343, ἦ κ' ἀσπαστὸν ἐμοὶ καὶ παιδὶ γένοιτο Od.19.569, ὣς Ὀδυσῆ' ἀσπαστὸν ἐείσατο γαῖα καὶ ὕλη Od.5.398, cf. Mosch.l.c., πόσις Od.23.239, cf. 60, φάος ἠελίοιο Od.13.35, ἄνθετο τιμὰν δαίμοσι τ' ἀσπαστάν IE l.c., τὸ περὶ τὴν ἡδονὴν, πότερον ὅλον ἐστὶ τὸ γένος ἀσπαστόν Pl.Phlb.32d, τοῖσι ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον Hdt.1.62, cf. D.H.5.3, Them.Or.15.184d, ὥς τι ἀσπαστὸν ποιεῖσθαι Epicur.Fr.[77] 5, τῷ δ' ἀσπαστὸν ἔπος γένετ' εἰσαΐοντι A.R.1.1103
•subst. διὰ τὸ τῆς ζωῆς ἀσπαστόν por lo que de agradable tiene la vida Epicur.Ep.[4] 126.7.
2 adv. ἀσπαστῶς = agradablemente, con placer ἀ. ὑπήκουσαν Hdt.4.201, ἀ. κε παραὶ σέο καὶ τὸ δαείην A.R.2.415, οὐδ' οἱ χρόνῳ μολόντες ἀ. δόμους Lyc.1090, ἀ. δεξάμενος D.H.3.66, cf. Eus.PE 6.6.63.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀσπαστός, -ή, -ό) ασπάζομαι
ο ευπρόσδεκτος
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να γίνει αποδεκτός
αρχ.
ο επιθυμητός.
και άσπαγος, -η, -ο σπάω
1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σπάσει («άσπαστη πέτρα», «άσπαστο ποτήρι»)
2. ο αδιάσπαστος, ο συνεχής
3. (για γυναίκα) εκείνη που δεν είναι σπασμένη, η αδιακόρευτη.
Greek Monotonic
ἀσπαστός: -ή, -όν, = ἀσπάσιος, ευχάριστος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· επίρρ., -τως, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσπαστός: Hom. = ἀσπάσιος 1.