ἁλίρραντος
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ον, (ῥαίνω) sea-surging, πόντος AP9.333 (Mnas.) (s.v.l.); washed by sea, ἀκταί 14.72.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 salpicado por el mar, ἀκτή Choeril.21.1, θίς AP 14.72, ἀκτά Lyr.Adesp.477.1.2S., cf. SHell.991.55.
2 que salpica con sus olas πόντος AP 9.333 (Mnasalc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίρραντος: -ον, (ῥαίνω) ὁ ὑπὸ τῆς ἁλὸς ῥαντιζόμενος, «ἁλιρράντους τε παρ’ ἀκτάς», Ἀνθ Π. XIV, 72
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui baigne de ses flots.
Étymologie: ἅλς¹, ῥαίνω.
Greek Monolingual
ἁλίρραντος, -ον (Α)
αυτός που ραντίζεται, βρέχεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ραντος < ρηματ. επίθ. ῥαντός < ῥαίνω «ραντίζω»].
Greek Monotonic
ἁλίρραντος: -ον (ἅλς, ῥαίνω), αυτός που ραντίζεται από τη θάλασσα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλίρραντος:
1) омываемый морскими волнами (ἀκτή Anth.);
2) омывающий своими волнами, плещущийся (πόντος Anth.).