εὐπαρακολούθητος

From LSJ
Revision as of 19:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπαρᾰκολούθητος Medium diacritics: εὐπαρακολούθητος Low diacritics: ευπαρακολούθητος Capitals: ΕΥΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΤΟΣ
Transliteration A: euparakoloúthētos Transliteration B: euparakolouthētos Transliteration C: efparakoloythitos Beta Code: eu)parakolou/qhtos

English (LSJ)

ον, A easy to follow, of a narrative, argument, etc., Plb.4.28.6, Hero Bel.73.12, D.H.Pomp.6.2; τοῦ εὐ. ἕνεκα Arist. EN1108a19. Adv. -τως D.H.Th.37. II Act., quick to follow, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1086] dem man leicht folgen kann, verständlich; τὸ εὐπ., neben σαφήνεια, Arist. Eth. 2, 7; εὐπ. καὶ σαφές D. Hal. censur. vett. scriptt. 3, 3, öfter, auch adv. so, οὐκ εὐπαρακολουθήτως ἡρμηνευμένον Iud. Thuc. 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l'on peut suivre facilement, facile à comprendre.
Étymologie: εὖ, παρακολουθέω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαρᾰκολούθητος: -ον, ὃν εὐκόλως παρακολουθεῖ τις, ἐπὶ διηγήσεως, ἐπιχειρήματος λογικοῦ, κτλ. Πολύβ. 4. 28, 6, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6· τοῦ εὐπαρακολουθήτου ἕνεκα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 11. - Ἐπίρρ. - τως, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 37. ΙΙ. εὐκόλως ἀκολουθῶν, «εὐπαρακολούθητοι· ὀξεῖς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῖς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐπαρακολούθητος, -ον)
(για κείμενα ή εκθέσεις γεγονότων, ιδεών κ.λπ.) αυτός που παρακολουθείται εύκολα, ο ευνόητος
αρχ.
1. αυτός που παρακολουθεί εύκολα
2. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπαρακολούθητοι
ὀξεῑς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῑς».
επίρρ...
εὐπαρακολουθήτως (Α)
με τρόπο ευπαρακολούθητο, ευνόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ-ακολουθώ (πρβλ. δυσ-παρ-ακολούθητος)].

Greek Monotonic

εὐπαρᾰκολούθητος: -ον (παρακολουθέω), αυτός που εύκολα μπορεί κάποιος να τον παρακολουθήσει, λέγεται για επιχείρημα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπαρᾰκολούθητος: легко прослеживаемый, простой для понимания (ἡ διήγησις Polyb.): τοῦ εὐπαιακολουθήτου ἕνεκεν Arst. для легкости понимания.

Middle Liddell

εὐ-παρᾰκολούθητος, ον παρακολουθέω
easy to follow, of an argument, Arist.