εὔστοχος

From LSJ
Revision as of 19:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔστοχος Medium diacritics: εὔστοχος Low diacritics: εύστοχος Capitals: ΕΥΣΤΟΧΟΣ
Transliteration A: eústochos Transliteration B: eustochos Transliteration C: eystochos Beta Code: eu)/stoxos

English (LSJ)

ον, A well-aimed, τῷδ' ἂν εὐστόχῳ πτερῷ (Elmsl. for πέτρῳ) E.Hel.76; ἀκόντιον X.Eq.12.13 (Sup.); πληγή Plb.6.25.9. II aiming well, ὅσοι δὲ τόξοις χεῖρ' ἔχουσιν εὔ. E.HF195; λόγχαις… εὐστοχώτατοι Id.Ph.140, cf. Fr.321 (Comp.); εὔστοχος τὴν τοξικήν Luc.Nav.33. Adv. εὐστόχως, βάλλειν X.Cyr.1.4.8; εὔστοχα βάλλειν, τοξεύειν, Parth.15.1, Luc.Nigr.36: Sup. εὐστοχώτατα D.C. 67.14. 2 metaph., making good shots, i.e. guessing well, hitting the right nail on the head, Arist.Div.Somn.464a33; shrewd, Id.Rh. 1412a12, Ephipp.14.1, cj. in Luc.Epigr.45; βουλευτήριον Com.Adesp. 201; εὔστοχόν τι ἔνεστι τοῖς κακοῖς Pl.Lg.950b; εὔστοχος ἐν ἀπαντήσεσιν ready at repartee, D.L.6.74. Adv. εὐστόχως Pl.Lg.792d, Arist.PA639a5, Phld.Rh.2.108 S. 3 successful, ἄγρη Opp.H.3.280; εὐχαί AP9.158.8.

German (Pape)

[Seite 1099] glücklich im Treffen, das Ziel gut treffend, ὅσοι δὲ τόξοις χεῖρ' ἔχουσιν εὔστοχον Eur. Herc. Für. 195; λόγχαις ἀκοντιστῆρες εὐστοχώτατοι Phoen. 140; πέτρος Hel. 76; sp. D., λίνα, ἄρκυς, sicher fangend, Archi. 8. 9 (VI, 179. 181 ); ἄγρη, glückliche Jagd, Opp. H. 3, 280; auch εὐχαί, Ep. ad. 463 (IX, 158); εὐστοχώτατον ἀκόντιον Xen. Equ. 12, 14; τὴν πρώτην πληγὴν εὔστοχον γίγνεσθαι Pol. 6, 25, 9; τὴν τοξικήν Luc. navig. 33. – Übertr., glücklich errathend, das Wahre treffend, scharfsinnig, θεῖόν τι καὶ εὔστοχον ἔνεστι καὶ τοῖς κακοῖς Plat. Legg. XII, 950 b; εὐστοχώτατος ἐν ταῖς ἀπαντήσεσι τῶν λόγων D. L. 6, 74; ἐπελθεῖν εὔστοχος, ἀναχωρῆσαι καίριος, den rechten Zeitpunkt treffend, D. Cass. 77, 6. – Adv. εὐστόχως, z. B. βάλλειν, Xen. Cyr. 1, 4, 8; eben so εὔστοχα τοξεύειν, Luc. Nigr. 36, vgl. 35, εὐστόχως ἐνεχθείς; übertr., ἣν δὴ διάθεσιν καὶ θεοῦ – εὐστόχως πάντες προσαγορεύομεν, das Richtige treffend, richtig, Plat. Legg. VII, 792 d, wie εἰπεῖν πρός τι, d. i. treffend, Plut. Phoc. 17; προκατειληφέναι τὰς εὐκαιρίας Pol. 2, 65, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 habile à viser, à toucher le but ; qui touche le but ; adv. • εὔστοχα en touchant le but;
2 fig. habile à raisonner ou à deviner juste ; sagace.
Étymologie: εὖ, στοχάζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

εὔστοχος: -ον, εὐστόχως βάλλων, τῷ δ’ ἂν εὐστόχῳ πτερῷ (οὕτως ὁ Elmsl. ἀντὶ πέτρῳ) Εὐρ. Ἑλ. 76· εὐστ. ἀκόντιον Ξεν. Ἱππ. 12. 13, ΙΙ. καλῶς σκοπεύων, ὅσοι δὲ τόξοις χεῖρ’ εὔστοχον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 195· λόγχαις... εὐστοχώτατοι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 140· εὔστοχος τὴν τοξικὴν Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 33· ἐντεῦθεν, Ἐπίρ., εὐστόχως βάλλειν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· εὔστοχα τοξεύειν Λουκιαν. Νιγρ. 39. -- Ὑπερθ. -ώτατα Δίων Κ. 67. 14. 2) μεταφ., ἐπιτυχής, ὀρθῶς εἰκάζων, Ἀριστ. Καθ’ Ὕπν. Μαντ. 2. 11· καθόλου, εὐφυής, ἀγχίνους, ἱκανός, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11. 5, Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1, Ἀνθ. Π. 41. 430· τὸ εὔστοχον = εὐστοχία, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 950Β· εὔστ. ἐν ἀπαντήσεσιν, Διογ. Λ. 6. 74. - Ἐπίρρ. -χως, Πλάτ. Νόμ. 792D, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 1. 3) πλήρης ἐπιτυχίας, ἄγρη Ὀππ. Ἁλ. 3. 280· εὐχαὶ Ἀνθ. Π. 6. 158.

Spanish

que da en el blanco

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔστοχος, -ον)
1. αυτός που χτυπάει τον στόχο του με επιτυχία («εὔστοχον ὅπλον»)
2. ο ευφυής, ο έξυπνος
3. αυτός που συμπεραίνεται ή υπολογίζεται σωστά
4. το ουδ. ως ουσ. το εύστοχο(ν)
η ευστοχία
νεοελλ.
αυτός που συντελεί σε επιτυχία, ο κατάλληλος, ο ακριβής, ο επιτυχημένος («εὐστοχη ενέργεια»)
αρχ.
γεμάτος επιτυχία, ευτυχής, ασφαλής.
επίρρ...
ευστόχως και εύστοχα (ΑΜ εὐστόχως, Α και εὔστοχα)
1. με επιτυχία («οὐ μὴν πάντες εὔστοχα τοξεύουσι», Λουκιαν.)
2. σωστά
3. επιδέξια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόχος.

Greek Monotonic

εὔστοχος: -ον, I. αυτός που έχει επιτυχημένο σημάδι, σε Ευρ., Ξεν.
II. 1. αυτός που σκοπεύει καλά, στον ίδ.· επίρρ. εὐστόχως βάλλειν, στον ίδ.
2. μεταφ., αυτός που εκτιμά εύστοχα, υποθέτει καλά, οξύνους, ευφυής, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὔστοχος: эп. ἐΰστοχος 2
1) метко брошенный, попадающий прямо в цель (λόγχαι Eur.; ἀκόντιον Xen.; πληγή Polyb.);
2) (тж. τὴν τοξικὴν εὔ. Luc.) бьющий без промаха, меткий (χείρ Eur.);
3) целесообразный, удачный (πρᾶξις εἰς τὰ κοινά Plut.);
4) меткий, остроумный Arst.: εὔ. ἐν ἀπαντήσεσιν Diog. L. метко возражающий.

Middle Liddell

εὔ-στοχος, ον
I. well-aimed, Eur., Xen.
II. aiming well, Xen.:—adv., εὐστόχως βάλλειν Xen.
2. metaph. guessing well, sagacious, Arist.

English (Woodhouse)

well-aimed, a good marksman, aiming well

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)