πάντολμος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, all-daring, shameless, φωτὶ παντόλμῳ φρένας A.Th. 671, cf. Ch.430 (lyr.); ἔρωτες ib.596 (lyr.); ὠμὰ καὶ π. E.IA913 (troch.), cf. D.H.4.28.
German (Pape)
[Seite 464] kühn zu Allem; Aesch. Spt. 653 Ch. 423; Eur. I. A. 913; Pind. Ir. 5; sp. D., χεῖρες, Agath. 14 (V, 218); auch D. Hal. 4, 28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'une audace prête à tout.
Étymologie: πᾶν, τολμάω.
Greek (Liddell-Scott)
πάντολμος: -ον, ὁ τὰ πάντα τολμῶν, αὐθάδης, ἀναίσχυντος, φωτὶ παντόλμῳ φρένας Αἰσχύλ. Θήβ. 671, πρβλ. Χο. 430, 596, Εὐρ. Ι. Α. 913, κτλ.
English (Slater)
πάντολμος all adventuring τὸ πάντολμον σθένος Ἡρακλέος ὑμνήσομεν; (πάνυ codd. Plutarchi) fr. 29. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο / πάντολμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που τολμά τα πάντα, τολμηρότατος
μσν.-αρχ.
αυθάδης, αναιδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -τολμος (< τόλμη). πρβλ. εύ-τολμος].
Greek Monotonic
πάντολμος: -ον, αυτός που τολμά τα πάντα, αδίστακτος, αυθάδης, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πάντολμος: отваживающийся на все, дерзновеннейший (φώς Aesch.; χεῖρες Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάντολμος -ον [πᾶς, τόλμα] alles durvend.
Middle Liddell
πάν-τολμος, ον,
all-daring, shameless, Aesch., Eur.