ἄχλοος
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
ον, contr. ἄχλους, ουν, (χλόα) A without herbage, E.Hel. 1327 (lyr.). II sere, withered, Opp.H.2.496. III discoloured, Hp.Coac.596.
Spanish (DGE)
-ον
1 que carece de vegetación, de verdor πεδία E.Hel.1327
•que ha perdido el verdor, marchito ἔρνος Opp.H.2.496.
2 ref. sólo al color descolorido, amarillento διαχώρημα Hp.Coac.596.
German (Pape)
[Seite 418] zsgz. ἄχλους (χλόη), nicht grünend, πεδία γᾶς Eur. Hel. 1343; vertrocknet, verwelkt, Opp. Hal. 2, 496.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
1 sans herbages;
2 sans verdure, desséché.
Étymologie: ἀ, χλόα.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχλοος: -ον, συνηρ. ἄχλους, ουν· (χλόα): ἄνευ χλόης, Εὐρ. Ἑλ. 1327. ΙΙ. ξηρός, μεμαραμμένος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 496.
Greek Monolingual
ἄχλοος, -ον (AM) και (συνηρημένο) ἄχλους, -ουν (Α) χλόη
ξερός, μαραμένος
αρχ.
ο χωρίς χλόη.
Greek Monotonic
ἄχλοος: -ον, συνηρ. ἄχλους, -ουν (χλόα), αυτός που δεν έχει χλόη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄχλοος: стяж. ἄχλους 2 лишенный зелени (πεδία γᾶς Eur.).
Middle Liddell
χλόα
without herbage, Eur.