ἐνωμοτάρχης
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ου, ὁ, commander of a unit of sworn soldiers, leader of an ἐνωμοτία (q.v.), Th.5.66 codd., X.Lac.11.4, Ascl.Tact.2.2:—also ἐνωμόταρχος, X.An.3.4.21 (v.l.), Arr. Tact.6.2.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ milit., en el ejército de Esparta, cargo de enomotarca, jefe de una enomotía Th.5.66 (cód.), X.Lac.11.4 (cód.), Robert, Et.Epigr.et Phil.307 (Acarnas IV a.C.), Ascl.Tact.2.2, Ael.Tact.5.2, Arr.Tact.6.2, Max.Tyr.27.7.
German (Pape)
[Seite 860] ὁ, = Folgdm; Thuc. 5, 66 Xen. An. 3, 4, 22.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef d'une troupe de 32 ou 36 hommes.
Étymologie: ἐνώμοτος, ἄρχω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνωμοτάρχης: -ου, ὁ ἀρχηγὸς ἐνωμοτίας (ἴδε τὴν λέξιν), Θουκ. 5. 66, Ξεν. Λακ. 11, 4· ὡσαύτως ἐνωμόταρχος, ὁ αὐτ. Ἀν. 3. 4, 21 (μετὰ δι. γραφ.).
Greek Monolingual
ο (Α ἐνωμοτάρχης και ἐνωμόταρχος)
νεοελλ.
υπαξιωματικός της χωροφυλακής
αρχ.
αρχηγός ενωμοτίας.
Greek Monotonic
ἐνωμοτάρχης: ή -αρχος, -ου, ὁ, αρχηγός ἐνωμοτίας, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐνωμοτάρχης: ου ὁ эномотарх, начальник эномотии Thuc., Xen.