ἐπίσυρμα
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
ατος, τό, (ἐπισύρω) anything trailed after one: trail of a snake, Hp.Ep.15; trail or track made by dragging a thing, X.Cyn. 9.18.
German (Pape)
[Seite 987] τό, das Nachgeschleppte, die Schleppe, der Schweif, Hippocr. – Bei Xen. Cyn. 9, 18, sind ἐπισύρματα τοῦ ξύλου die Spuren des geschleppten Körpers.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sillon que laisse après soi une chose qui balaie le sol.
Étymologie: ἐπισύρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσυρμα: τό, πᾶν ὅ,τι σύρεται κατόπιν τινός, ἡ οὐρὰ ὄφεως, Ἱππ. Ἐπ. 1277· ἡ γραμμὴ ἢ τὸ ἴχνος ὅπερ γίνεται ὅταν τις σύρῃ τι κατὰ γῆς, Ξεν. Κυν. 9, 18.
Greek Monolingual
ἐπίσυρμα, τὸ (Α) επισύρω
1. οτιδήποτε σέρνεται πάνω σε κάτι
2. σημάδι που αφήνει σώμα που σέρνεται πάνω σε κάτι («τά τ’ ἐπισύρματα τοῦ ξύλου καταφανῆ ἐν τοῖς ἔργοις», Ξεν.).
Greek Monotonic
ἐπίσυρμα: -ατος, τό, καθετί που σύρεται, ουρά, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσυρμα: ατος τό борозда, тянущийся по земле след (τοῦ ξύλου Xen.).
Middle Liddell
ἐπίσυρμα, ατος, τό,
the trail or track made by dragging a thing, Xen. [from ἐπισύ¯ρω]