καταθήγω
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
sharpen, whet, ἐν βύβλοισι καταθήξετ' ὀδόντα (sc. μύες) AP6.303 (Aristo); = παροξύνω, Hsch.: Dor. aor. inf. κατθᾶξαι, = παρακονῆσαι, μεθύσαι, Id.
German (Pape)
[Seite 1349] verstärktes simplex, εἰ δ' ἐν ἐμαῖς βίβλοισι πάλιν καταθήξετ' ὀδόντα Arist. 2 (VI, 303), von den Mäusen.
French (Bailly abrégé)
aiguiser contre ou dans.
Étymologie: κατά, θήγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-θήγω scherpen, scherp maken.
Russian (Dvoretsky)
καταθήγω: точить, острить (ὀδόντα Anth.).
Greek Monolingual
καταθήγω (Α)
ακονίζω, τροχίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + θήγω «ακονίζω»].
Greek Monotonic
καταθήγω: μέλ. -ξω, οξύνω, ακονίζω, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
καταθήγω: ὀξύνω, ἀκονῶ, Ἀνθ. Π. 6. 303· μεταφ., «καταθῆξαι· παροξῦναι» Ἡσύχ.