κυανέμβολος

From LSJ
Revision as of 21:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνέμβολος Medium diacritics: κυανέμβολος Low diacritics: κυανέμβολος Capitals: ΚΥΑΝΕΜΒΟΛΟΣ
Transliteration A: kyanémbolos Transliteration B: kyanembolos Transliteration C: kyanemvolos Beta Code: kuane/mbolos

English (LSJ)

ον, = κυανόπρῳρος, πρῷραι E.El.436, Ar.Ra.1318; τριήρεις Id.Eq.554.—Only in lyr.

German (Pape)

[Seite 1521] mit dunkelfarbigem Schnabel; τριήρεις, Ar. Equ. 554; πρῶραι, Ran. 1318; Eur. El. 436.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυανέμβολος -ον [κύανος, ἔμβολος] met donkergekleurde scheepsram.

Russian (Dvoretsky)

κυᾰνέμβολος: с темно-синим (корабельным) клювом (τριήρεις Arph.; πρῷραι Eur.).

Greek Monolingual

κυανέμβολος, -ον (Α)
κυανόπρωρος («καὶ κυανέμβολοι θοαὶ μισθοφόροι τριήρεις», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἔμ-βολος (< ἐμ-βάλλω), πρβλ. τρι-έμ-βολος, χαλκ-έμ-βολος].

Greek Monotonic

κυᾰνέμβολος: -ον (ἔμβολον) = κυανόπρῳρος, σε Ευρ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνέμβολος: -ον, = κυανόπρῳρος, πρῷραι Εὐρ. Ἠλ. 436. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1318· τριήρεις ὁ αὐτ. Ἱππ. 554.

Middle Liddell

κυᾰν-έμβολος, ον ἔμβολον = κυανόπρῳρος, Eur., Ar.]