πολύμουσος

From LSJ
Revision as of 23:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύμουσος Medium diacritics: πολύμουσος Low diacritics: πολύμουσος Capitals: ΠΟΛΥΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: polýmousos Transliteration B: polymousos Transliteration C: polymousos Beta Code: polu/mousos

English (LSJ)

ον, rich in the Muses' gifts, Plu.2.744a; many-sided in art, Luc.Salt.7.

German (Pape)

[Seite 667] mit vielen Musengaben, geschickt in den Musenkünsten; Luc. de salt. 7; Plut. Symp. 9, 14, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cultive les muses avec soin, càd plein de grâce, de science, d'un art exquis.
Étymologie: πολύς, μοῦσα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύμουσος -ον [πολύς, μοῦσα] vol Muzen:. πολύμουσον ἀγαθόν een muzikaal goed Luc. 45.7.

Russian (Dvoretsky)

πολύμουσος: сведущий во многих искусствах (φιλόμουσος καὶ π. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύμουσος: -ον, ὁ πλούσιος εἰς δῶρα τῶν Μουσῶν, Πλούτ. 2. 744Α, Λουκ. π. Ὀρχ. 7.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. προικισμένος με τα δώρα τών Μουσών
2. αυτός που έχει πολλές ικανότητες στις τέχνες, που έχει πολύπλευρο καλλιτεχνικό ταλέντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μουσος (< μοῦσα), πρβλ. φιλό-μουσος].

Greek Monotonic

πολύμουσος: -ον (μοῦσα), πλούσιος σε δώρα από τις Μούσες, σε Λουκ.

Middle Liddell

πολύ-μουσος, ον, μοῦσα
rich in the Muses' gifts, Luc.