σιμικίνθιον
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
τό, v. σημικίνθιον.
German (Pape)
[Seite 882] τό, f. L. für σημικίνθιον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιμικίνθιον -ου, τό schort (werkkleding).
Russian (Dvoretsky)
σιμικίνθιον: τό (лат. semicinctium) полотнище, ткань (для опоясывания) NT.
Greek (Liddell-Scott)
σιμικίνθιον: τό, ἴδε ἐν λ. σημικίνθιον.
English (Strong)
of Latin origin; a semicinctium or half-girding, i.e. narrow covering (apron): apron.
English (Thayer)
(or σημικίνθιον), σιμικινθιου, τό, (Latin semicinctium (cf. Rich, Dict. of Antiq., under the word), from semi and cingo), a narrow apron, or linen covering, which workmen and servants were accustomed to wear: A. V. aprons).
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. σημικίνθιον.
Greek Monotonic
σιμικίνθιον: τό, = σημικίνθιον.
Middle Liddell
σιμικίνθιον, ου, τό, = σημικίνθιον.]
Chinese
原文音譯:simik⋯nqion 西米-卿提按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:(半-圍帶)
字義溯源:圍裙,半圓形圍帶,圍巾
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 圍裙(1) 徒19:12