περιρρηδής

From LSJ
Revision as of 23:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρρηδής Medium diacritics: περιρρηδής Low diacritics: περιρρηδής Capitals: ΠΕΡΙΡΡΗΔΗΣ
Transliteration A: perirrēdḗs Transliteration B: perirrēdēs Transliteration C: perirridis Beta Code: perirrhdh/s

English (LSJ)

ές, A sprawling, περιρρηδὴς δὲ τραπέζῃ κάππεσε he fell sprawling over the table, Od.22.84; περιρρηδὴς κεράεσσι pitching forward over them, A.R.1.431, cf. Orusin EM664.39. II falling away, or sloping on each side, Hp.Art. 16; of the body in bed, Id.Mul.2.158, Gal.18(1).420. (EMl.c. explains the word by περιρραγής, περιρρυής. Prob. cogn. with ῥαδινός, cf. βραδανίζω.)

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui glisse ou tombe sur, τινι.
Étymologie: περί, R. Ῥαδ-, glisser.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιρρηδής -ές [περί, ~ ῥαδινός] struikelend, wegglijdend.

Russian (Dvoretsky)

περιρρηδής: зашатавшийся, поникший: π. τραπέζῃ κάππεσε Hom. поникши над столом, (раненый Эвримах) упал.

Greek (Liddell-Scott)

περιρρηδής: -ές, ἐν Ὀδ. Χ. 84, π. δὲ τραπέζῃ κάππεσε, κατέπεσε περικλασθεὶς ἐπὶ τῆς τραπέζης [ἣν ἐκράτει πρὸ ἑαυτοῦ ὡς ἀσπίδα]· οὕτω, περιρρηδὴς κεράεσσι, «ἐπὶ πρόσωπον μεθ’ ὁρμῆς κατενεχθεὶς» (Σχόλ.), ἐπὶ σφαγέντος βοὸς πίπτοντος ἐμπρὸς ἐπὶ τῶν κεράτων του, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 431, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 664. 38. ΙΙ. περικεκλασμένος ἐφ’ ἑκάτερα, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792, πρβλ. 659. 50, Γαλην. 12. 328. (Οἱ παλαιοὶ Λεξικογράφοι ἀνέφεραν τὴν λέξιν ἢ εἰς τὸ ῥέω ἢ εἰς τὸ ῥήγνυμι, ― π.χ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. ἑρμηνεύεται περιρραγής, περιρρυής. Ὁ Κούρτ. θέλει νὰ σχετίσῃ τὴν κατάληξιν -ρήδης πρὸς τὴν √ΡΑΔ, ῥαδινός). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιρρηδής· περικεκλασμένος. περιστροβηθείς. οἱ δὲ περιερριμμένος. ἢ ὑπτιασμένος»· κατὰ δὲ Σουΐδ.: «περιρρηδεῖς, οἱ ἐπὶ ὀχημάτων, ἢ ἐπικείμενοι ἢ ἐρριμμένοι», οὕτως ἑρμηνεύει καὶ ὁ Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 439.

English (Autenrieth)

ές: tumbling across; τραπέζῃ, Od. 22.84†.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που πέφτει, που ανατρέπεται απότομα γύρω σε κάτι ή πάνω σε κάτι
2. αυτός που πέφτει με ορμή μπροστά με το πρόσωπο
3. επικλινής, κατηφορικός και από τις δύο πλευρές του
4. ύπτιος, υπτιασμένος
5. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «περιρραγής, περιρρυής».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μορφή της λ. περιρρηδής μάς επιτρέπει να τήν θεωρήσουμε σύνθ. από την πρόθεση περί και ένα αμάρτυρο ουδ. ῥῆδος (πρβλ. περι-σκελής < σκέλος, περι-δεής< δέος). Το αμάρτυρο αυτό ουσ. συνδέεται πιθ. με την οικογένεια του επιθ. ῥαδινός «λεπτός, ευκίνητος, εύκαμπτος»].

Greek Monotonic

περιρρηδής: -ές, αυτός που πέφτει ανεστραμμένος γύρω από ή πάνω σ' ένα πράγμα, με δοτ., περιρρηδὴς τραπέζῃ, σε Ομήρ. Οδ. (Η προέλ. του -ρηδης είναι αμφίβ.· πιθ. από ῥέω).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: ep. Ion. adj. of uncertain meaning, usually explained as falling over, tumbling away (χ 84, A. R. 1, 431), bent, put out of place (Hp. Art. 16, Mul. 2, 158).
Derivatives: From it περιρρήδην (A. R. 4, 1581).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like περι-καλλής, so prob. from a noun *ῥῆδος. Etymol. difficult because of the unclear meaning. By Düntzer KZ 13, 6 f., to which Bechtel Lex. s. v. (w. further lit.), connected with ῥαδινός, ῥάδαμνος (s. vv.) a.o. -- The assumption of Leumann, Hom. Wörter 3 14 f., περιρρηδής would have been taken by the medic. technical language from the epic, hardly convinces.

Middle Liddell

περιρ-ρηδής, ές
doubled round or over a thing, c. dat., περιρρηδὴς τραπέζῃ Od. [The deriv. of -ρήδης is uncertain; perhaps from ῥέω.]

Frisk Etymology German

περιρρηδής: {perirrēdḗs}
Meaning: ep. ion. Adj. unsicherer Bed., gewöhnlich als umfallend, hintaumelnd (χ 84, A. R. 1, 431), verbogen, aus der Lage gebracht (Hp. Art. 16, Mul. 2, 158) erklärt;
Derivative: davon περιρρήδην (A. R. 4, 1581).
Etymology: Bildung wie περικαλλής, somit wohl von einem Nomen *ῥῆδος. Wegen der unklaren Bedeutung etymologisch schwierig. Von Düntzer KZ 13, 6 f., wozu Bechtel Lex. s. v. (m. weiterer Lit.), mit ῥαδινός, ῥάδαμνος (s. dd.) u.a. verbunden. — Die Annahme Leumanns, Hom. Wörter 3 14 f., περιρρηδής wäre von der mediz. Fachsprache aus dem Epos entlehnt, überzeugt kaum.
Page 2,514