πολύφθογγος
From LSJ
English (LSJ)
ον, of many notes, ψαλτήρια Plu.2.827a, cf. 973c, Ael.NA5.51.
German (Pape)
[Seite 676] von od. mit vielen Tönen; Plut. de monarch. 4; αὐλός, Pall., u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au son vibrant ou qui rend beaucoup de son.
Étymologie: πολύς, φθόγγος.
Russian (Dvoretsky)
πολύφθογγος: многозвучный, многоголосый (ψαλτήρια Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύφθογγος: -ον, ὁ πολλοὺς φθόγγους ἐκπέμπων, Πλούτ. 2. 827Α, 973C, Αἰλ. π. Ζ. 5. 51.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύφθογγος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει, εκπέμπει ή αναδίδει πολλούς ήχους, πολύηχος
2. (για πρόσ.) εύγλωττος και πειστικός («ῥήτορας πολυφθόγγους», Ακάθ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φθογγος (< φθόγγος < φθέγγομαι), πρβλ. βαρύ-φθογγος].