φοιβάς

From LSJ
Revision as of 16:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιβάς Medium diacritics: φοιβάς Low diacritics: φοιβάς Capitals: ΦΟΙΒΑΣ
Transliteration A: phoibás Transliteration B: phoibas Transliteration C: foivas Beta Code: foiba/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, priestess of Phoebus: generally, inspired woman, prophetess, E.Hec.827: as fem. Adj., = φοιβάζουσα, Tim.Fr.3.

German (Pape)

[Seite 1295] άδος, ἡ, Priesterinn des Phöbus, übh. die Begeisterte, die Wahrsagerinn, Prophetinn, Eur. Hec. 827, auch als fem. adj., begeistert, wahrsagend.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
prêtresse de Phœbos ; p. ext. prêtresse inspirée, prophétesse.
Étymologie: Φοῖβος.

Russian (Dvoretsky)

φοιβάς: άδος ἡ жрица Феба, прорицательница Eur.: ἡ Ἄρτεμις φ. Plut. вещая Артемида.

Greek (Liddell-Scott)

φοιβάς: -άδος, ἡ, ἱέρεια τοῦ Φοίβου, καθόλου, γυνή, θεόπνευστος, προφῆτις, Εὐρ. Ἑκ. 827, πρβλ. Τιμοθ. Ἀποσπ. 1· ὡσαύτως ὡς θηλ. ἐπίθ., = φοιβάζουσα, Πλούτ. 2. 22Α, 170Α.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, ΜΑ
μσν.
φοιβάς
(ενν. τέχνη) η ιατρική
αρχ.
1. ιέρεια του Φοίβου
2. θεόπνευστη γυναίκα, μάντισσα
3. (με σημ. επιθ.) προφητική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. 'Ερετρι-άς)].

Greek Monotonic

φοιβάς: -άδος, ἡ, ιέρεια του Φοίβου· γενικά, προφήτισσα, σε Ευρ.

Middle Liddell

φοιβάς, άδος,
a priestess of Phoebus: generally, a prophetess, Eur.

English (Woodhouse)

inspired by Phœbus

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)