ἄκανθος

From LSJ
Revision as of 18:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκανθος Medium diacritics: ἄκανθος Low diacritics: άκανθος Capitals: ΑΚΑΝΘΟΣ
Transliteration A: ákanthos Transliteration B: akanthos Transliteration C: akanthos Beta Code: a)/kanqos

English (LSJ)

ὁ, A bearsfoot, Acanthus mollis, a plant imitated in Corinthian capitals, Arist.Fr.269(prob.), cf. IG4.1484.243(Epid.); ὑγρὸς ἄκανθος Theoc.1.55; ἄκανθος ἀγρία = Acanthus spinosus, Dsc.3.17. II Acanthus = ἀκακία, Virg.G.2.119.

German (Pape)

[Seite 68] ὁ, Bärenklau, ὑγρός Theocr. 1, 55; Nic. Ther. 645. Auch ἡ = ἄκανθα. Als Verzierung, bes. am Knauf der korinthischen Säulen.

Russian (Dvoretsky)

ἄκανθος: (ᾰκ) ὁ бот. акант, «медвежья лапа» (Acanthus mollis) Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκανθος: ὁ, Λατ. acanthus, εἶδος φυτοῦ, ἀρκουδόβατος (μελάμφυλλον), οὗ τὰ φύλλα ἐμιμήθησαν ἐν τῇ διασκευῇ τοῦ Κορινθιακοῦ κιονοκράνου, ὑγρὸς ἄκ., Λατ. mollis, Θεόκρ. 1. 55· πρβλ. Διοσκ. 3. 19· πρβλ. ἄκανθα, Ι. ΙΙ. εἶδος Αἰγυπτίου δένδρου ἀκανθοφόρου, πιθανῶς τὸ αὐτὸ καὶ ἄκανθα ΙΙ, Voss Virg. G. 2. 199.

Greek Monolingual

η Αρχαιολ.
γλυπτό κόσμημα του κορινθιακού κιονοκράνου, που μιμείται το κομψό φύλλωμα του ομώνυμου φυτού και ειδικότερα του είδους Acanthus spinosus.

Greek Monotonic

ἄκανθος: ὁ (ἀκή I), Λατ. acanthus, είδος φυτού, αρκουδόβατος (μελάμφυλλο), του οποίου τα φύλλα μιμήθηκαν στη διαμόρφωση των Κορινθιακών κιονόκρανων, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

[ἀκή]
Lat. acanthus, brank-ursine, a plant imitated in Corinthian capitals, Theocr.