ἡμίκλαστος

From LSJ
Revision as of 20:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίκλαστος Medium diacritics: ἡμίκλαστος Low diacritics: ημίκλαστος Capitals: ΗΜΙΚΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: hēmíklastos Transliteration B: hēmiklastos Transliteration C: imiklastos Beta Code: h(mi/klastos

English (LSJ)

ον, (κλάω) half-broken, Plu.2.306b, 317d.

German (Pape)

[Seite 1168] halb zerbrochen, Plut. fort. Rom. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à demi brisé.
Étymologie: ἡμι-, κλάω².

Russian (Dvoretsky)

ἡμίκλαστος:
1) полуразбитый (λάφυρα Plut.);
2) наполовину сломанный, надломленный (δόρατα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίκλαστος: -ον, (κλάω) κατὰ τὸ ἥμισυ τεθλασμένος, Πλούτ. 2. 306Α, 317C.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίκλαστος, -ον)
νεοελλ.
φρ. (για φύλλο χαρτιού) «αναφορά εις ημίκλαστον» — αναφορά γραμμένη σε φύλλο χαρτιού διπλωμένο στα δύο, τσακισμένο στη μέση
αρχ.
τεθλασμένος, τσακισμένος κατά το ήμισυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κλαστος (< κλω), πρβλ. ά-κλαστος].