ὀβολίας
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
German (Pape)
[Seite 289] ἄρτος, ό, ein Brot, das für einen Obol verkauft wird, Ar. frg. bei B. A. 111, s. ὀβελίας.
Russian (Dvoretsky)
ὀβολίᾱς: adj. m ценой в один обол (ἄρτος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀβολίας: ἴδε ὀβελίας.
Greek Monolingual
ὀβολίας, ὁ (Α)
(δ. τ. του ὀβελίας)
1. ψωμί ψημένο σε σούβλα
2. αυτός που πουλιέται έναν οβολό («ὀβολίας ἄρτους», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + κατάλ. -ίας (πρβλ. οβελ-ίας)].