ἶβις
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
[ῑβ, Timocl.1], ἡ, gen. ἴβιος Hdt.2.76, etc., ἴβεως Ael.NA10.29, Porph.Abst.4.9, Gp.13.8.5, ἴβιδος Suid.; acc. ἶβιν Hdt.2.75: pl. ἴβιες Arist. (v. infr.), Ion. acc. ἴβῑς Hdt.2.67,75; gen. pl. ἰβίων PTeb.5.70 (ii B.C.); dat. pl. ἴβεσι Ph.2.570, Paus.8.22.5:—ibis, an Egyptian bird, of which there were two species, white ibis, Ibis religiosa, and black ibis, Plegadis falcinellus, Hdt.2.75, Ar.Av.1296, Arist.HA617b27, etc.; ἰβίων τροφή PPetr.3p.229 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1235] ιος, att. ιδος, ἡ, auch ἴβεως, Ael. N. A. 10, 29 u. Galen., der Ibis, ein ägyptischer Sumpfvogel, der göttlich verehrt wurde; Her. 2, 75 ff.; Ar. Av. 1296; Strab. XVII, 823; αἱ ἴβιες Arist. H. A. 9, 27. [Die Länge der ersten Sylbe erhellt aus Timocl. bei Ath. VII, 300 a.]
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
ibis, oiseau sacré d’Égypte.
Étymologie: DELG mot égyptien.
Russian (Dvoretsky)
ἶβῐς: ῐδος (ион. gen. ιος) ἡ (acc. ἶβιν; pl.: nom. ἴβιες, ион. acc. ἴβῑς) ибис (болотная птица из группы аистовых, считавшаяся в древнем Египте священной) Arph., Plut.: ἶ. μέλαινα Her. черный ибис (Falcinellus igneus); ἶ. λευκή (πτεροῖσι) Her., Arst. белый ибис (Ibis religiosa).
Greek (Liddell-Scott)
ἶβις: (οὐχὶ ἴβις, διότι τὸ ι εἶναι μακρὸν, Τιμοκλ. ἐν «Αἰγυπτίοις» 1), ἡ· γεν. ἴβιος Ἡρόδ. 2. 76, κτλ., ἴβιδος καὶ ἴβεως Αἰλ. π. Ζ. 10. 29· αἰτ. ἶβιν Ἡρόδ.· - πληθ. ἴβιες Ἀριστ., Ἰων. αἰτ. πλ. ἴβῑς, τὰς ἴβις Ἡρόδ. 2. 67. 75· δοτ. πληθ. ἴβεσι Παυσ. 8. 22, 5· - ἡ ἶβις, πτηνὸν Αἰγυπτιακὸν τρεφόμενον διὰ σκωλήκων καὶ ἐνύδρων ζῴων, εἰς ὃ θεῖαι ἀπενέμοντο τιμαί, Ἡρόδ. 2. 65, 75 κἑξ. (ὅστις μνημονεύει δύο εἴδη αὐτῆς). Ἀριστοφ. Ὅρν. 1296, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 27, κτλ. - Ἡ λευκὴ ἶβις (Abû Hannes) εἶναι ἡ Ibis religiosa· ἡ δὲ μέλαινα εἶναι ἡ falcinellus igneus, ὡραῖον κοκκινόχρονον πτηνὸν ἐκ τῆς οἰκογενείας τῶν πελαργῶν.
Spanish
Greek Monolingual
ἡ (ΑΜ ἶβις, -ιος και -εως και -ιδος)
νεοελλ.
γένος πελαγόμορφων πουλιών της οικογένειας theskiornithidae
μσν.-αρχ.
λιμνόβιο ιερό αιγυπτιακό πτηνό στο οποίο αποδίδονταν θεϊκές τιμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχ. ελληνική λ. ίβις προήλθε από την αιγυπτιακή hb, hīb. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. ibis < αρχ. ίβις).
ΠΑΡ. αρχ. ιβιών.
ΣΥΝΘ. αρχ. ιβιοβοσκός, ιβιοπρόσωπος, ιβιοστολιστής, ιβιοτάφος].
Greek Monotonic
ἶβις: ἡ, γεν. ἴβιος, αιτ. ἶβιν, πληθ. ἴβιες, Ιων. ἴβῑς· ίβη, Αιγυπτιακό ιερό πτηνό στο οποίο απονέμονταν τιμές, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Middle Liddell
the ibis, an Egyptian bird, Hdt., Ar.
Wikipedia EN
The ibises (/ˈaɪbɪs/) (collective plural ibis; classical plurals ibides and ibes) are a group of long-legged wading birds in the family Threskiornithidae, that inhabit wetlands, forests and plains. "Ibis" derives from the Latin and Ancient Greek word for this group of birds. It also occurs in the scientific name of the cattle egret (Bubulcus ibis) mistakenly identified in 1757 as being the sacred ibis.
Translations
Afrikaans: ibis; Arabic: أَبُو مِنْجَل; Egyptian Arabic: ابو قردان; Armenian: քաջահավ, ցեծ; Bulgarian: ибис; Burarra: garrarla; Catalan: ibis; Chinese Mandarin: 朱鷺, 朱鹭; Dutch: ibis; Finnish: iibis; French: ibis; German: Ibis; Ancient Greek: ἶβις; Gurindji: warlapurra, warlapura, yuwayuwa; Ido: ibiso; Japanese: 朱鷺, とき; Kazakh: тырнақұтан; Korean: 따오기; Kriol: aibis; Latin: ībis; Navajo: tsídiidaashiyishí; Ngarinman: yuwayuwa; Ngarrindjeri: tloperi; Polish: ibis; Portuguese: íbis; Romanian: ibis; Russian: и́бис; Slovene: íbis; Spanish: ibis; Swahili: kwarara; Tagalog: ibis; Walmajarri: purlungpurlung; Warlpiri: walaparra; Welsh: ibis
af: ibis; ar: أبو منجل; arz: ابو منجل; ast: threskiornithinae; ay: ch'uwankira; az: İbislər; ba: ибистар; br: ibiz; ca: ibis; cs: ibis; da: ibis; de: Ibisse; en: ibis; eo: ibisoj; es: threskiornithinae; eu: ibis; fa: اکراس; fr: ibis; ga: íbis; gl: ibis; he: מגלנים; hi: बाज़ा; hr: ibisi; hu: íbiszformák; id: ibis; io: ibiso; it: threskiornithinae; ja: トキ亜科; ko: 따오기아과; la: threskiornithinae; lt: ibiai; lv: ibisu apakšdzimta; ml: ഐബിസ്; mrj: ибис; ms: burung sekendi; nl: ibissen; nn: ibisar; nv: tsídiidaashiyishí; oc: ibís; pa: ਕਾਲਾ ਬੁਜ਼ਾ; pl: ibisy; pnb: آئیبیس; pt: íbis; ro: ibis; ru: ибисы; sh: ibisi; simple: ibis; sl: ibisi; sr: ibisi; sw: kwarara; ta: அரிவாள் மூக்கன்; th: นกช้อนหอย; tl: ibis; tr: aynak; uk: ібісні; yi: איביס; zh: 朱鷺亞科