ὑπάλληλος
ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace
English (LSJ)
ον, subordinate, subaltern, Arist.Metaph.1018b1, Dam. Pr.87.
German (Pape)
[Seite 1181] einander untergeordnet, Arist. metaph. 4, 10.
Russian (Dvoretsky)
ὑπάλληλος: (логически) подчиненный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπάλληλος: -ον, ὁ ὑπὸ ἕτερον, ὑποκείμενος εἰς ἕτερον Ἀριστ. Μετὰ Φυσ. 4. 10, 4.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπάλληλος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που υπόκειται, που υπάγεται σε άλλον
νεοελλ.
1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η υπάλληλος
πρόσωπο που παρέχει εξαρτημένη εργασία και αμοίβεται με μισθό («τραπεζικός υπάλληλος»)
2. φρ. α) «δημόσιοι υπάλληλοι» — όργανα του κράτους που συνδέονται με προαιρετική υπηρεσιακή οργανική σχέση ευθέως με το νομικό πρόσωπο της πολιτείας, τελούν σε ιεραρχική σχέση εξάρτησης και υπέχουν αστική ποινική και πειθαρχική ευθύνη
β) «ιδιωτικός υπάλληλος» — υπάλληλος ιδιωτικής επιχείρησης
γ) «δημοτικοί και κοινοτικοί υπάλληλοι» — οι έμμισθοι υπάλληλοι τών δήμων και τών κοινοτήτων ή τών οργανισμών τους
δ) «υπάλληλες έννοιες»
(λογ.) δύο έννοιες από τις οποίες η μία που έχει μεγαλύτερο πλάτος και ονομάζεται υπερκείμενη εμπεριέχει την άλλη, η οποία έχει μικρότερο πλάτος και λέγεται υποκείμενη, όπως είναι λ.χ. η έννοια σπονδυλόζωο, η οποία περιλαμβάνει την έννοια θηλαστικό
ε) «υπάλληλες κρίσεις»
(λογ.) οι κρίσεις από τις οποίες η μία που έχει μεγαλύτερο ποσόν εμπεριέχει την άλλη, που έχει μικρότερο ποσόν αλλά το ίδιο ποιόν, όπως λ.χ. η γενική αποφατική κρίση εμπεριέχει τη μερική αποφατική κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. υπ' αλλήλων (πρβλ. παρ-άλληλος)].