επιστέλλω

From LSJ
Revision as of 09:27, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source

Greek Monolingual

ἐπιστέλλω (AM) στέλλω
1. στέλνω επιστολή, μήνυμα, επικοινωνώ γραπτώς με κάποιον (α. «γράψας ἐς βιβλίον τάδε ἐπέστειλεν εἰς Σάμον», Ηρόδ.
β. «ἐπιστέλλω ἐπιστολάς τινι»)
2. στέλνω αγγελία, παραγγέλνω («ἡ ἐν Αύλίδι σφαγεῖσ’ ἐπιστέλλει τάδε», Ευρ.)
3. διατάζω, παραγγέλνω («τὸν ἄγγελον ἐπιστείλας ταῦτα ἔπεμψε», Ξεν.)
4. δίνω διαταγές να κάνουν κάτι («καὶ προστραπέσθαι τούσδ’ ἐπέστελλον δόμους», Αισχύλ.)
αρχ.
1. αφήνω παραγγελία στη διαθήκη μου
2. τραβώ και απλώνω ένδυμα εξωτερικό, πάνω από άλλο.