αἰολόφωνος
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
English (LSJ)
ον, with changeful notes, ἀηδών Opp.H.1.728.
Spanish (DGE)
-ον
de voz con modulaciones cambiantes ἀηδών Opp.H.1.728, κιθάρα Nonn.D.8.233.
Greek (Liddell-Scott)
αἰολόφωνος: -ον, ποικιλόφωνος, ὁ τὴν φωνὴν ποικίλως τροποποιῶν, ἀηδών, Ὀππ. Ἁλ. 1. 728.
German (Pape)
vielfach tönend, κιθάρα Nonn. D. 8.233; ἀηδών Opp. H. 1.728.