δίγονος

From LSJ
Revision as of 13:10, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίγονος Medium diacritics: δίγονος Low diacritics: δίγονος Capitals: ΔΙΓΟΝΟΣ
Transliteration A: dígonos Transliteration B: digonos Transliteration C: digonos Beta Code: di/gonos

English (LSJ)

ον, A twice-born, Βάκχος E.Hipp.560 (lyr.), cf.AP9.524.5. 2 twin: double, μάσθλης δ. S.Fr.129 (nisi leg. δίτονον) ; δ. σώματα two bodies, E.El.1178 (lyr.); but, II parox., διγόνος, ον, bearing twice, Emp.69; bearing twins, Man.5.291. III δίγονος· περιστερά, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [gen. -οιο E.Hipp.560]
I 1nacido dos veces, Βάκχος E.l.c., cf. AP 9.524.
2 que puede alumbrar en dos momentos distintos, e.e., en el séptimo o en el noveno mes del embarazo γυναῖκες Emp.B 69.
3 que tiene hijos de dos mujeres de un bígamo, Man.5.291.
II doble μάσθλης S.Fr.129, δίγονα σώματ' dos cuerpos E.El.1179.
III δ.· περιστερά Hsch.

German (Pape)

[Seite 615] zweimal geboren; Bacchus Anth. IX, 524; übh. = doppelt, beide, δίγονα σώματα Eur. El. 1179; – διγόνος, zweimal, doppelt erzeugend, gebärend, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ou engendré deux fois (ép. de Bacchus) ; p. suite double.
Étymologie: δίς, γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

δίγονος:
1 дважды рожденный (эпитет Вакха) Anth.;
2 двойной (μάσθλης Soph.): δίγονα σώματα Eur. два (мертвых) тела.

Greek (Liddell-Scott)

δίγονος: -ον, ὁ δὶς γεννηθείς, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Ἀνθ. Π. 9. 524. 2). δίδυμος, διπλοῦς, μάσθλης δ. Σοφ. Ἀποσπ. 137· δ. σώματα, δύο σώματα, Εὐρ. Ἠλ. 1178· ἀλλά, ΙΙ. ἐνεργ. = δίτοκος, ὁ γεννῶν δὶς ἢ δύο ὁμοῦ, δίδυμα. Ἡσύχ. Καὶ τὸ παθητ. καὶ τὸ ἐνεργ. τονίζονται ἐπὶ τῆς προπαραληγούσης.

Greek Monolingual

δίγονος,
ον (Α)
1. (για τον Διόνυσο) αυτός που γεννήθηκε δύο φορές
2. διπλός, δίδυμος
3. δίτοκος
4. (για ιμάντα, λουρί) ο διπλάσιος σε μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι + -γονος < γίγνομαι.

Greek Monotonic

δίγονος: -ον (γί-γνομαι),
1. αυτός που έχει γεννηθεί δύο φορές, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.
2. δίδυμος, διπλός, σε Ευρ.

Middle Liddell

δί-γονος, ον adj γίγνομαι
1. twice-born, of Bacchus, Anth.
2. twin: double, Eur.