ἰνώδης

From LSJ
Revision as of 18:35, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰνώδης Medium diacritics: ἰνώδης Low diacritics: ινώδης Capitals: ΙΝΩΔΗΣ
Transliteration A: inṓdēs Transliteration B: inōdēs Transliteration C: inodis Beta Code: i)nw/dhs

English (LSJ)

[ῑ], ες, fibrous, of parts of animals, X.Cyn.4.1, Arist.HA 497a21; ἰνωδέστατον αἷμα Id.PA651a3; of vegetables, φλοιός, φύλλον, Thphr.HP3.12.1,5, cf. Dsc.4.20; sinewy, X.Cyn.4.1.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
rempli de fibre, nerveux.
Étymologie: ἴς, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ἰνώδης: (ῑ) [ἴς]
1 полный волокон, волокнистый (αἷμα Arst.);
2 жилистый, сильный, крепкий (κεφαλὴ κυνός Xen.; δεσμοί Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰνώδης: ῑ, -ες, (εἶδος) πλήρης ἰνῶν, ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος ζῴου, Ξέν. Κυν. 4. 1, Ἀριστ. π. τ. Ζ. Ἱστ. 1. 17, 17· ἐπὶ τοῦ αἵματος, τὸ γὰρ αἷμα τούτων (δηλ. τῶν ταύρων καὶ κάπρων) ἰνωδέστατον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 6· ἐπὶ φυτῶν ἢ λαχάνων, φλοιός, φύλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 1 καὶ 5.

Greek Monolingual

-ες (Α ἰνώδης, -ῶδες)
αυτός που έχει πολλές ίνες ή αυτός που σχηματίζεται από τη συνένωση ινών («ινώδης ιστός»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ινώδες
δυσδιάλυτη πρωτεΐνη που προκύπτει από το ινωδογόνο κατά τη διάρκεια του σχηματισμού του, όταν πήζει το αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴς, ἰνός + κατάλ. -ώδης (πρβλ. μυώδης, νευρώδης)].

Greek Monotonic

ἰνώδης: [ῑ], -ες (εἶδος), γεμάτος από ίνες, ινώδης, λέγεται για μέρη του σώματος των ζώων, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἰ¯ν-ώδης, ες εἶδος
fibrous, of parts of animals, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=γεμάτος νεῦρα). Σύνθετο ἀπό τό ἴς + εἶδος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη ἴς.