καταλιθάζω

From LSJ
Revision as of 13:48, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλῐθάζω Medium diacritics: καταλιθάζω Low diacritics: καταλιθάζω Capitals: ΚΑΤΑΛΙΘΑΖΩ
Transliteration A: katalitházō Transliteration B: katalithazō Transliteration C: katalithazo Beta Code: kataliqa/zw

English (LSJ)

= καταλιθόω, Ev.Luc.20.6.

German (Pape)

[Seite 1360] steinigen, N. T., K. S.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταλιθάζω [καταλιθόω] stenigen.

Russian (Dvoretsky)

καταλῐθάζω: побивать камнями (τινά NT).

English (Strong)

from κατά and λιθάζω; to stone down, i.e. to death: stone.

English (Thayer)

future καταλιθάσω; (see κατά, III:3 (cf. Winer's Grammar, 102 (97))); to overwhelm with stones, to stone: Luke 20:6. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

καταλιθάζω (Α)
καταλιθοβολώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λιθάζω «λιθοβολώ»].

Greek Monotonic

καταλῐθάζω: = καταλιθόω, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

καταλῐθάζω: καταλιθόω, καταλιθοβολῶ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κ΄, 6, Ἐκκλ.

Middle Liddell

= καταλιθόω, NTest.]

Chinese

原文音譯:kataliq£zw 卡他-利他索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-石(化) 相當於: (סָקַל‎) (רָגַם‎)
字義溯源:用石頭打死;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(λιθάζω)=投石擊打)組成;其中 (λιθάζω)出自(λίθος)*=石)。
同義字:1) (καταλιθάζω)用石打死 2) (λιθάζω)投石擊打 3) (λιθοβολέω)拋石頭註:編號 (λιθάζω)與 (λιθοβολέω),比 (καταλιθάζω)用得更普遍
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 要用石頭打死(1) 路20:6

French (New Testament)

lapider
κατά, λιθάζω