καταλιθάζω
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
= καταλιθόω, Ev.Luc.20.6.
German (Pape)
[Seite 1360] steinigen, N. T., K. S.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταλιθάζω [καταλιθόω] stenigen.
Russian (Dvoretsky)
καταλῐθάζω: побивать камнями (τινά NT).
English (Strong)
from κατά and λιθάζω; to stone down, i.e. to death: stone.
English (Thayer)
future καταλιθάσω; (see κατά, III:3 (cf. Winer's Grammar, 102 (97))); to overwhelm with stones, to stone: Luke 20:6. (Ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
καταλιθάζω (Α)
καταλιθοβολώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λιθάζω «λιθοβολώ»].
Greek Monotonic
καταλῐθάζω: = καταλιθόω, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
καταλῐθάζω: καταλιθόω, καταλιθοβολῶ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κ΄, 6, Ἐκκλ.
Middle Liddell
= καταλιθόω, NTest.]
Chinese
原文音譯:kataliq£zw 卡他-利他索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-石(化) 相當於: (סָקַל) (רָגַם)
字義溯源:用石頭打死;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(λιθάζω)=投石擊打)組成;其中 (λιθάζω)出自(λίθος)*=石)。
同義字:1) (καταλιθάζω)用石打死 2) (λιθάζω)投石擊打 3) (λιθοβολέω)拋石頭註:編號 (λιθάζω)與 (λιθοβολέω),比 (καταλιθάζω)用得更普遍
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 要用石頭打死(1) 路20:6