τρίπολος

From LSJ
Revision as of 13:53, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐπολος Medium diacritics: τρίπολος Low diacritics: τρίπολος Capitals: ΤΡΙΠΟΛΟΣ
Transliteration A: trípolos Transliteration B: tripolos Transliteration C: tripolos Beta Code: tri/polos

English (LSJ)

ον, thrice turned up, thrice ploughed, νειός Il.18.542, Od.5.127, Hes.Th.971; ἴκελον τὸ ξύμπαν τριπόλῳ νειῷ (τοιποδονίῳ codd.), of an elephant's skin, Aret. SD2.13.

German (Pape)

[Seite 1146] dreimal gewendet, gepflügt, dreimal zu pflügen, von sehr fruchtdarem Saatlande, das dreimal im Jahre trägt oder tragen kann; Il. 18, 542 Od. 5, 127; Hes. Th. 971.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
labouré ou qu’on peut labourer trois fois ; très fertile.
Étymologie: τρίς, πολέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίπολος -ον [τρι-, πολέω] drie keer omgeploegd.

Russian (Dvoretsky)

τρίπολος: (ῐ) трижды вспахиваемый, т. е. весьма плодородный (ἄρουρα Hom.).

English (Autenrieth)

(πολέω): thrice turned, i. e. thrice ploughed.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για χωράφι) αυτός που οργώθηκε τρεις φορές (α. «νειῷ ἐνὶ τριπόλῳ», Θεόκρ.
β. πίειραν ἄρουραν, εὐρεῖαν, τρίπολον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πόλος (< πέλομαι)].

Greek Monotonic

τρίπολος: -ον (πολέω), τρεις φορές οργωμένος, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπολος: -ον, ἐπὶ ἀρούρας, ἡ τρὶς ἀροθεῖσα, πίειραν ἄρουραν, εὐρεῖαν τρίπολον Ἰλ. Σ. 542, Ὀδ. Ε. 127· νειῷ ἐνὶ τριπόλῳ Ἡσ. Θεογον. 971.

Middle Liddell

τρί-πολος, ον, πολέω
thrice ploughed, Hom., Hes.