Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐωπός

From LSJ
Revision as of 11:13, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐωπός Medium diacritics: εὐωπός Low diacritics: ευωπός Capitals: ΕΥΩΠΟΣ
Transliteration A: euōpós Transliteration B: euōpos Transliteration C: evopos Beta Code: eu)wpo/s

English (LSJ)

(A), όν, A = εὐώψ, E.Or.918, D.P.1075, Babr.124.9; εὐ.πύλαι friendly gates, E.Ion 1611 (troch.): in later Prose, Max.Tyr.8.3. II seeing well, Arist.GA780b36; εὐ. ὄμμα, of a snake, Ael.NA8.12.
εὐωπός (B), ὁ, a sea-fish, Opp.H.1.256.

German (Pape)

[Seite 1111] schönäugig, von schönem Ansehen, μορφῇ μὲν οὐκ εὐωπός, ἀνδρεῖος δ' ἀνήρ Eur. Or. 918; auch εὐωποὶ πύλαι, Ion 1611; gut, scharf sehend, πόῤῥωθεν Arist. gen. an. 5, 1; εὐωπότεροι ὀφθαλμοί Ael. H. A. 5, 47 u. öfter. – Ὁ, ein Seefisch, Opp. H. 1, 256.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 beau à voir, aux beaux yeux;
2 qui voit bien ou qui voit de loin;
Cp. εὐωπότερος.
Étymologie: εὖ, ὤψ.

Russian (Dvoretsky)

εὐωπός:
1 с красивыми глазами, т. е. красивый собой, прекрасный (μορφῇ μὲν οὐκ εὐ., ἀνδρεῖος δ᾽ ἀνήρ Eur.);
2 приятный на вид, милый сердцу (πύλαι Eur.);
3 зоркий (τὰ ἐξόφθαλμα - sc. ζῷα - οὐκ εὐωπὰ πόρρωθεν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐωπός: -όν, = εὐώψ, Εὐρ. Ὀρ. 918, Διον. Π. 1075, Βαβρ. 124· εὐ. πύλαι, φιλικαὶ πύλαι, Εὐρ. Ἴων 1611. ΙΙ. ὁ βλέπων καλῶς, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 38.

Greek Monolingual

εὐωπός, -όν (ΑΜ)
1. αυτός που έχει ωραία μάτια, που είναι ωραίος στην όψη
2. συνεκδ. αυτός που είναι ευχάριστος σε κάποιον, φιλικός, ευνοϊκός
3. αυτός που βλέπει καλά, αυτός που έχει καλή, ισχυρή όραση
4. το αρσ. ως ουσ.εὐωπός
είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ωπος (< ὤψ «όψη»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα ωπ- της ρίζας οπ- (πρβλ. όπ-ωπα, όψομαι). Από τέτοια σύνθετα προήλθε η παραγωγική κατάλ. -ωπός].

Greek Monotonic

εὐωπός: -όν, = εὐώψ, σε Ευρ.· εὐ. πύλαι, φιλικές πύλες, στον ίδ.

Middle Liddell

εὐ-ωπός, όν = εὐώψ, Eur.]
εὐ. πύλαι friendly gates, Eur.