ἀργυροδίνης
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
[ῑ], ου, Dor. ἀργυροδίνας, α, ὁ, (δίνη)
A silver-eddying, epithet of rivers, Il.2.753, 21.8,130, Hes.Th.340, B.7.48, Call.Cer.13,Epic.Alex. Adesp.5, Nonn.D.19.304; late Prose, Philostr.VS2.1.14.
Spanish (DGE)
(ἀργῠροδίνης) -ου, ὁ
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [dór. gen. sg. -α B.8.26, ac. sg. -αν Call.Cer.13; ép. gen. sg. -α Panyas.31; jón. gen. sg. -εω Hes.Fr.26.19, dat. sg. -εϊ Triph.98]
1 de remolinos de plata de ríos Il.2.753, 21.8, 130, Hes.Th.340, Fr.26.19, B.l.c., 12.42, Panyas.l.c., Call.l.c., Epic.Alex.Adesp.5, D.P.433, Nonn.D.19.306, Philostr.VS 564.
2 que tiene incrustaciones de plata κολλήσας ἐλέφαντι καὶ ἀργυροδίνεϊ χαλκῷ Triph.l.c.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui roule des flots d'argent.
Étymologie: ἄργυρος, δινέω.
German (Pape)
(δίνη), ὁ, silberstrudelnd, Beiwort von Flüssen, des Peneos Il. 2.753, des Xanthos 21.8, 130.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠροδίνης: ου (ῑ) adj. m катящий серебряные воды (Πηνειός Hom.; Ἀχελώϊος Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠροδίνης: [ῑ], -ου, ὁ, (δίνη) ὁ ἀρχυροχρόους δίνας δηλ. ῥεύματα ἔχων, οὐδ’ ὅγε Πηνειῷ συμμίσγεται ἀργυροδίνῃ, «λαμπρὰ καὶ καλὰ ῥεύματα ἔχοντι δῖναι γὰρ αἱ τῶν ὑδάτων συστροφαί», (Σχόλ.) Ἰλ. Β. 753., Φ. 8, 130, Ἡσ. Θ. 340, κτλ.· πρβλ. Νόνν. Δ. 19. 304.
English (Autenrieth)
(δίνη): silver-eddying; epithet of rivers. (Il.)
Greek Monolingual
ἀργυροδίνης, ο (Α)
(επίθ. ποταμών) αυτός που σχηματίζει ασημένιες δίνες στα νερά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + δίνη «στρόβιλος»].
Greek Monotonic
ἀργῠροδίνης: [ῑ], -ου, ὁ (δίνη), αυτός που έχει δίνες, δηλ. ρεύματα, στο χρώμα του ασημιού, λέγεται για ποταμούς, σε Ομήρ. Ιλ.