ἀναντίρρητος

From LSJ
Revision as of 22:30, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναντίρρητος Medium diacritics: ἀναντίρρητος Low diacritics: αναντίρρητος Capitals: ΑΝΑΝΤΙΡΡΗΤΟΣ
Transliteration A: anantírrētos Transliteration B: anantirrētos Transliteration C: anantirritos Beta Code: a)nanti/rrhtos

English (LSJ)

ον, not to be opposed, Plb.6.7.7, 28.13.4; undeniable, Act.Ap.19.36; λόγοι S.E.M.8.160. Adv. ἀναντιρρήτως = without opposition, by consent, Plb.22.8.11; incontrovertibly, OGI335.138 (Pergam.), Aët.15.15; without gainsaying, Act.Ap.10.29.

Spanish (DGE)

-ον
I 1incontrovertible, innegable μαρτυρία I.Ap.1.160, λόγοι S.E.M.8.160, cf. Act.Ap.19.36.
2 que no sufre oposición αἱ τῶν ἀφροδισίων χρεῖαι Plb.6.7.7.
II adv. ἀναντιρρήτως
1 sin oposición, degrado τυγχάνειν πάντων φιλανθρώπων ἀναντιρρήτως Plb.22.8.11, ἧλθον Act.Ap.10.29, ἀποδώσομεν PLond.1319.12 (VI a.C.).
2 sin posibilidad de controversia δεικνύντες IP 245C.47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on ne peut contester ou contredire;
NT: indéniable, incontestable.
Étymologie: , ἀντί, ῥητός.

German (Pape)

dem man nicht widersprechen kann, unwidersprechlich, Pol. 28.11.
• Adv. ohne Widerspruch, willig, Pol. 23.8.

Russian (Dvoretsky)

ἀναντίρρητος: Polyb., Plut., Sext. = ἀναντίλεκτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναντίρρητος: -ον, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος ἀντίρρησιν, ἀναμφισβήτητος, Πολύβ. 6. 7, 7., 28. 11, 4: ἀναμφίλογος, ἐναργής, Λόγοι Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 160. ― Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 23. 8, 11.

English (Thayer)

(WH ἀναντιρητος; see Rho), ἀναντίρρητον, (the alpha privative, ἀντί, and ῤητός from Ρ᾽ΑΩ to say), not contradicted and not to be contradicted; undeniable (not to be gainsaid); in the latter sense, Polybius down.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναντίρρητος, -ον)
αυτός που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, αναμφισβήτητος, αναμφίβολος.

Chinese

原文音譯:¢nant⋯¸?htoj 安-安提-而雷拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-交換-湧出(的)
字義溯源:不容置辯的,不能反駁的,無可否認的,駁不倒的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἀντί)*=相對)及(λέγω)*=說出來)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 駁不倒的(1) 徒19:36

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού δέ δέχεται ἀντίρρηση). Ἀπό τό α στερητ. + ἀντερῶ (ἀντιλέγω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα λέγω.