ἀγχίνοια
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
ἡ, (νοέω) ready wit, sagacity, shrewdness, Pl.Chrm.160a, Arist.EN1142b6, AP0.89b10, Zeno Stoic. 1.56, Onos.Praef.9, D.S.1.65, etc.; ἀ. αὐλική Plb.15.34.4.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
sagacidad, astucia, inteligencia, agudeza ψυχῆς D.S.1.8 (= Democr.B 5.1), ἡ δ' ἀ. οὐχὶ ὀξύτης τίς ἐστι τῆς ψυχῆς ἀλλ' οὐχὶ ἡσυχία; Pl.Chrm.160a, cf. Epin.976c, Def.412e, ἔστι δ' εὐστοχία τις ἡ ἀ. Arist.EN 1142b6, cf. APo.89b10, Zeno Stoic.1.56, Apollod.Hist.53, Onas.praef.9, D.S.1.65, PVindob.Tandem 2.5 (III d.C.), Sch.Er.Il.18.250b, Eust.1141.61, αὐλικὴ ἀ. astucia, intriga cortesana Plb.15.34.4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vivacité d'esprit.
Étymologie: ἀγχίνοος.
Greek Monotonic
ἀγχίνοια: ἡ, πνευματική ετοιμότητα, οξύτητα, εγρήγορση πνεύματος, οξύνοια, σε Πλάτ. κ.λπ.
German (Pape)
ἡ, nach Plat. Charm. 160a ὀξύτης τῆς ψυχῆς; Def. 412e εὐφυΐα ψυχῆς, καθ' ἣν ὁ ἔχων στοχαστικὸς ἑκάστῳ τοῦ δέοντος; vgl. Epinom. 976b. Dah. Arist. Nic. 6.9 εὐστοχία τις, Scharfsinn, Gewandtheit des Geistes, schnell und leicht etwas aufzufassen und zu beurteilen; Geistesgegenwart, Plut. Sol. 5; καὶ σύνεσις Luc. Alex. 4.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχίνοια: ἡ остроумие, тж. сообразительность, находчивость, проницательность (τῆς ψυχῆς Plat.; εὐμάθεια καἱ ἀ. Arst.; τοῦ ἀνδρός Plut.; σύνεσις καὶ ἀ. Luc.).
Middle Liddell
[From ἀνχίνοος]
readiness of mind, ready wit, sagacity, Plat., etc. From