ψόθος

From LSJ
Revision as of 14:10, 28 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

{{LSJ1 |Full diacritics=ψόθος |Medium diacritics=ψόθος |Low diacritics=ψόθος |Capitals=ΨΟΘΟΣ |Transliteration A=psóthos |Transliteration B=psothos |Transliteration C=psothos |Beta Code=yo/qos |Definition=ὁ, = ἀκαθαρσία (filth, dirt, uncleanness), Phryn.Com.95 (fr. Hsch. (where also = ψώρα and θόρυβος), Phot., Suid.); = [[ψόφος] (noise), acc. to Theognost.Can.54. }}

German (Pape)

[Seite 1401] 1) = ψόφος, θόρυβος (vgl. θήρ u. φήρ), VLL. – 2) = ψόλος, VLL.

Russian (Dvoretsky)

ψόθος: ὁ Arph. = ψοθοιός.

Greek (Liddell-Scott)

ψόθος: ὁ, = ψόφος, κατὰ διαλεκτικὴν μεταβολήν, Θεόγνωστ. ἐν Κραμ. Ὀξ. Ἀν. 54. 13. ΙΙ. = ψόλος, Ἡσύχ., Σουΐδ.· κατὰ τὸν Φρύνιχ. παρὰ Φωτ., = ἀκαθαρσία· ἐντεῦθεν ἐπίθ. ψόθιος, -α, -ον, καὶ ψόθωρος, ον, = ψολόεις, Ἡσύχ. Ἐκ τοῦ ψόλος κατὰ διαλεκτικὴν μεταβολήν, ὡς τὸ Λατ. lacryma, ἐκ τοῦ δάκρυον, κλπ.)

Greek Monolingual

(I)
και ψοῑθος, ὁ, Α
1. (κατά το λεξ. Σούδα) α) αιθάλη, καπνός
β) ρύπος, ακαθαρσία
2. (μόνον ο τ. ψοῑθος) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) σποδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό και εμφανίζει το ίδιο δασύ σύμφωνο -θ- με τα συνώνυμα ὄνθος, σπέλεθος, σπύραθος.
(II)
ὁ Α
(κατά τον Ησύχ. και τον Θεόγνωστ.) θόρυβος, ψόφος (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό και έχει σχηματιστεί πιθ. κατά τα συνώνυμα ψόφος [Ι], ῥόθος.

Frisk Etymology German

ψόθος: 1.
{psóthos}
Grammar: m.
Meaning: = ἀκαθαρσία, ῥύπος, ψώρα (A.Fr. 82 = 21 M., Ar. Fr. 829, Phryn.Kom., H., Phot., Suid.); ψόθιον (-ίον cod.)· αἰθαλῶδες, ψοθόν· μέλαν H.; auch ψοθώ<ρ>α· ψώρα, ψόθωρ<ον>· αὐχμηρόν H. (vgl. Wackernagel Phil. 95, 191), ψοθόκη· ἀκαθαρσία (Hdn. Gr.), ψοθοιὸςἀκάθαρτος (Theognost. Kan.).
Etymology: Volkstümliche Wörter ohne feste schriftliche Tradition. Am nächsten kommt ψόλος (s.d.); zum θ-Element vgl. die synonymen ὄνθος, σπέλεθος, σπύραθοι.
Page 2,1139
2.
{psóthos}
Meaning: ... θόρυβος, ψοθάλλειν· ψοφεῖν H.; ψοθεῦσιν = ψοφέουσιν (Kall.Fr. 194, 106).
Etymology: Kreuzung von ψόφος und ῥόθος; ψοθάλλειν nach ψάλλειν u.a.
Page 2,1139