ἀφόρητος
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ον, A unendurable, κρυμός Hdt.4.28; χειμῶνος χρῆμα ἀφόρητον Id.7.188; μεγέθει βοῆς ἀφόρητοι Th.4.126; οὐκ ἔστιν . . οὐδὲν τῆς ὕβρεως ἀφορητότερον D.21.46; ἀ. κακόν Arist.EN1126a13, cf. Epicur. Fr.447, Phld.Lib.p.17O.; irresistible, Jul.Or.1.28d. Adv. ἀφορήτως Poll. 3.130. II not worn, new, censured by Luc.Lex.9, Ath.3.98a.
Spanish (DGE)
-ον
I 1intolerable, insoportable de abstr. κρυμός Hdt.4.28, χειμῶνος χρῆμα Hdt.7.188, ὀδύναι X.HG 5.4.58, πυρετός Hp.Iudic.13, φιλαργυρίη Hp.Ep.11, οὐ γὰρ ἔστιν ... οὐδὲν ὕβρεως ἀφορητότερον D.21.46, τὸ κακόν Arist.EN 1126a13, βίος Hld.2.33.4, ἀνομία UPZ 170B.27 (II a.C.), θόρυβος Lyd.Mag.3.52
•subst. τὸ μὴν ἀφόρητον ἐξάγει M.Ant.7.33, cf. D.C.35.11, Phld.Lib.17.
2 violento, insufrible de pers. ὀργισθεὶς γὰρ ἀ. ἐστι Ach.Tat.6.13.3, ἀ. αὐτοῖς ὁ Κορβουλὼν ... ἐφάνη Lyd.Mag.3.34, τὴν ἡσυχίαν ἠγάπησεν ὁ πρόσθεν ἀ. δοκῶν Iul.Or.1.28d, c. dat. δούλοις ἀ. Plu.2.73c.
II no usado previamente, nuevo de vestidos ἱμάτια Luc.Lex.9, βλαῦται Ath.98a.
III adv. ἀφορήτως = de un modo insoportable ἀ. λυπεῖται Alex.Aphr.in Metaph.723.13, cf. Poll.3.130.
German (Pape)
[Seite 413] 1) unerträglich, κρυμός, χειμών, Her. 4, 28. 7, 188. So Thuc. 4, 126 u. Folgde. Im compar., Dem. 21, 46. – 2) ungetragen, von Kleidern, schlechtes W., Luc. Lexiphan. 9; Ath. III, 98 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
intolérable, insupportable.
Étymologie: ἀ, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀφόρητος:
1 невыносимый, нестерпимый Her., Thuc., Arst., Dem., Plut.;
2 неношеный, ненадеванный (ὑποδήματα Luc. - как образец неправильного словоупотребления).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφόρητος: -ον, οὐκ ἀνεκτός, οὐκ ἀνασχετός, ἀνυπόφορος, κρυμὸς Ἡρόδ. 4. 28· χειμῶνος χρῆμα ἀφόρητον ὁ αὐτ. 7. 188· μεγέθει βοῆς ἀφορήτῳ Θουκ. 4. 126· οὐκ ἔστιν... οὐδὲν τῆς ὕβρεως ἀφορητότερον Δημ. 529. 9· ἀφ. κακὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4 5. 13: - Ἐπιρρ. ἀφορήτως Πολυδ Γ΄, 130. ΙΙ. ὅν τις δὲν ἐφόρεσε, κοινῶς «ἀφόρετος», λέξις ἀδόκιμος, Λουκ. Λεξιφ. 9, Ἀθήν. 98Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀφόρητος, -ον)
ανυπόφορος, αβάσταχτος
αρχ.
1. ακαταμάχητος
2. αφόρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φορητός < φορώ (-έω) < φέρω.
Greek Monotonic
ἀφόρητος: -ον, ανυπόφορος, αφόρητος, σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
intolerable, insufferable, Hdt., Thuc.
English (Woodhouse)
Translations
intolerable
Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: intolérable; Galician: intolerable; German: unerträglich; Greek: ανυπόφορος, αφόρητος; Ancient Greek: ἀβάστακτος, ἄβιος, ἀβίωτος, ἀκαταφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνυπόφορος, ἀπρόϊτος, ἀστεργής, ἄτλατος, ἄτλητος, ἄφερτος, ἀφόρητος, βαρύτλητος, βαρύτλατος, δυσανάσχετος, δυσβάστακτος, δυσέκδεκτος, δυσκόμιστος, δύσλοφος, δύσοιστος, δυσύποιστος, δυσυπομένητος, δυσυπομόνητος, δυσφερής, δύσφορος, οὐ τλητός, οὐ φορητός, οὐκ ἀνασχετός, οὐκ ἀνεκτός, οὐχ ὑποστατός, πάνδεινος; Icelandic: óþolandi; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: intolerável; Russian: невыносимый, нестерпимый, несносный; Spanish: intolerable; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت