σησαμίς

From LSJ
Revision as of 16:15, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σησᾰμίς Medium diacritics: σησαμίς Low diacritics: σησαμίς Capitals: ΣΗΣΑΜΙΣ
Transliteration A: sēsamís Transliteration B: sēsamis Transliteration C: sisamis Beta Code: shsami/s

English (LSJ)

Dor. σᾱσᾰμίς, ίδος, ἡ,= σησαμῆ, Stesich.2, Eup.163, Antiph.78. II = σησαμοειδὲς τὸ μέγα, Ps.- Dsc.4.149.

German (Pape)

[Seite 876] ίδος, ἡ, 1) = σησαμῆ, späterer Ausdruck nach Schol. Ar. Pax 834; Ath. XIV, 646 f ἐκ μέλιτος καὶ σησάμων πεφρυγμένων καὶ ἐλαίου σφαιροειδῆ πέμματα, mit Beisp. aus Eupol. u. Antiphan. – 2) eine Pflanze, sonst σησαμοειδὲς μέγα, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σησᾰμίς: Δωρ. σᾱσᾰμίς, -ίδος, ἡ, = σησαμῆ, Στησίχ. 2, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 17, Ἀντιφ. ἐν «Δευκαλίωνι» 2, Ἀθήν. 646F. II. φυτόν τι, ἄλλως λεγόμενον σησαμοειδές μέγα, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 4. 152.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. το γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία φυτό ρεζεντά
2. σησαμῆ, παστέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. δαφνίς)].