ἀπέρωτος

From LSJ
Revision as of 07:21, 27 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέρωτος Medium diacritics: ἀπέρωτος Low diacritics: απέρωτος Capitals: ΑΠΕΡΩΤΟΣ
Transliteration A: apérōtos Transliteration B: aperōtos Transliteration C: aperotos Beta Code: a)pe/rwtos

English (LSJ)

ον, (< ἔρως) loveless, unloving, ἔρως ἀπέρωτος, like γάμος ἄγαμος, read by M 2 in A. Ch. 600; but v. ἀπερωπός.

Spanish (DGE)

-ον inconsiderado, cruel ἔρως A.Ch.600.

German (Pape)

[Seite 288] (ἔρως), lieblos, ἔρως ἀπέρωτος Aesch. Ch. 592; einige Grammatiker, wie E.M., Hesych., scheinen ἀπέρωπος gelesen zu haben, was E. M. ἄγριος, ἀπηνής, Phryn. B. A. 8 ἀναιδής, σκληρός, τραχύς erklärt, οἷον ἀπερίοπτος, ὃν οὐκ ἄν τις περιωπήσαιτο διὰ τὴν ἀηδίαν, u. Andere mit ἠπεροπεύω zusammenstellen, da E. M. ἀπεροπεύς hat, u. aus Anacr. ἀπεροπός, ἀπεροπή anführt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n'est plus de l'amour ; haineux.
Étymologie: ἀπό, ἔρως.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέρωτος: не любящий: ἔρως ἀ. Aesch. не настоящая любовь.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέρωτος: -ον, (ἔρως), ὁ μὴ ἐρῶν, ὁ μὴ ἔχων ἔρωτα, ἔρως ἀπέρωτος, ὡς τὸ γάμος ἄγαμος, Αἰσχύλ. Χο 600· ἀλλ’ ἴδε ἀπέρωπος.

Greek Monolingual

ἀπέρωτος, -ον (Α)
ο χωρίς έρωτα, δυσάρεστος («άπέρωτος ἔρως») (πρβλ. «γάμος ἄγαμος», Αισχύλος).

Greek Monotonic

ἀπέρωτος: -ον (ἔρως), αυτός που δεν αγαπάει ερωτικά, που δεν είναι ερωτευμένος· ἔρως ἀπέρωτος, όπως το γάμος ἄγαμος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἔρως
loveless, unloving, ἔρως ἀπέρωτος, like γάμος ἄγαμος, Aesch.