μετακομιδή
From LSJ
ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment
English (LSJ)
ἡ, transporting, conveying, Glossaria: pl., Gal.18(2).503.
German (Pape)
[Seite 148] ἡ, das Weg- u. Anderswohinschaffen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετακομῐδή: ἡ, μετακόμισις, μετάθεσις, μεταφορά, Ἀθαν. 1, 265Α, κλ.
Greek Monolingual
η (ΑM μετακομιδή) μετακομίζω
μετακόμιση, μεταφορά
νεοελλ.
η μεταφορά λειψάνου ή οστών ανθρώπου από τον τάφο του σε άλλο μέρος μετά την πάροδο τριετίας από τον ενταφιασμό.