παλιρρύμη
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
English (LSJ)
or παλινρύμη [ῡ], ἡ, rush backwards, back-flow, τοῦ σάλου Plu.Flam.10; παλιρρύμη τύχης a reverse of fortune, Plb. 15.7.1, D.S.3.51 (mostly and perhaps rightly written divisim in codd.).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
mouvement en sens inverse, retour.
Étymologie: πάλιν, ῥέω.
German (Pape)
ἡ, Rückwärtsbewegung, Pol. 15.7.1, τῆς τύχης, wo Bekker πάλιν ῥύμην schreibt (wie Plut. Flam. 10) und παλιρρυμίαν vermutet.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιρρύμη: Polyb. πᾰλινρύμη (ῠ) ἡ
1 обратное движение, отлив (τοῦ σάλου Plut.);
2 превратность (τύχης Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιρρύμη: ἢ παλινρύμη [ῡ], ἡ, ἡ πρὸς τὰ ὀπίσω ὁρμὴ ἢ φορά, ἡ πρὸς τὰ ὀπίσω ὁρή, τοῦ σάλου Πλουτ. Φλαμιν. 10· τῆς τύχης … παλιρρύμην, καταδρομήν, καταφορὰν τῆς τύχης, Πολύβ. 15. 7, 1, Διόδ. 3. 51, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα πάλιν ῥύμη, ὡς παρὰ Πλουτ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
παλιρρύμη και παλινρύμη, ἡ (Α)
1. η προς τα πίσω κίνηση
2. φρ. «παλιρρύμη τῆς τύχης» — η μεταστροφή της τύχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥύμη «ροπή, δύναμη, ορμή»].
Greek Monotonic
πᾰλιρρύμη: [ῡ], ἡ, ορμή προς τα πίσω, ροή προς τα πίσω, σε Πλούτ.