γαργαίρω
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
(γάργαρα) swarm with, ἀνδρῶν ἀρίστων πᾶσα γ. πόλις Cratin.290, cf. Ar.Fr.359; ἀργυρωμάτων ἐγάργαιρεν ἁ οἰκία Sophr.30 (ἐμάρμαιρεν codd. Ath.): c. dat., πόντος ἐγάργαιρε σώμασιν Tim.Pers. 107.
Spanish (DGE)
1 rebosar de c. gen. ἀνδρῶν ἀρίστων πᾶσα γαργαίρει πόλις Cratin.321, cf. Ar.Fr.375, τῶν ἀργυρωμάτων ἐγάργαιρεν ἁ οἰκία Sophr.38
•c. dat. πόντος ... ἐγάργαιρε σώμασιν Tim.15.96, cf. Hdn.Gr.2.485.
2 brillar Hsch., prob. error basado en Sophr.l.c.
• Etimología: v. γάργαρα.
German (Pape)
[Seite 475] voll sein, wimmeln, τινός Cratin. Ar. u. Sophr. bei Schol. Ar. Ach. 3.
French (Bailly abrégé)
regorger litt. fourmiller, grouiller de, gén..
Étymologie: γάργαρα.
Greek (Liddell-Scott)
γαργαίρω: μέλλ. ᾰρῶ, (γάργαρα) βρύω, γέμω, εἶμαι πλήρης, ἀνδρῶν Κρατῖν. Ἀδήλ. 141, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 327 (ἀλλ’ ἴδε Bgk. ἐν Meineke Κωμ. 2. 1099)· ἀργυρωμάτων ἐγάργαιρεν ἁ οἰκία Σώφρων 59 Ahr. (ἔνθα ὁ Ἀθήν. ἔχει ἐμάρμαιρεν), ἀλλὰ πρβλ. τὰ μνημονευθέντα χωρία παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 3.
Greek Monolingual
γαργαίρω (Α) γάργαρα
είμαι γεμάτος ή πλημμυρισμένος από κάτι.