ἀνομέω
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
A to be lawless (ἄνομος), act lawlessly, περὶ τὸ ἱρόν Hdt.1.144.
2 Pass. ἀνομέομαι, to be unlawfully used, POxy.1465.9 (i B.C.).
Spanish (DGE)
1 intr. actuar ilegalmente περὶ τὸ ἱρόν Hdt.1.144
•frec. en lit. bíblica ἠνόμησε γὰρ ὁ λαός σου LXX Ex.32.7, ὁ ἀνομῶν ἀνομεῖ LXX Is.21.2.
2 tr. tratar injustamente en v. pas. μὴ ὑπεριδεῖν με ἠνομημένον UPZ 5.47 (II a.C.), cf. 6.34 (II a.C.), BGU 1903.5 (III a.C.), PMagd.33.7 (III a.C.), POxy.1465.9 (I a.C.).
German (Pape)
[Seite 240] gesetzlos leben, gesetzwidrig handeln, περί τι, Her. 1, 144; ἔς τι, Sp.
French (Bailly abrégé)
ἀνομῶ:
vivre illégalement ou agir illégalement.
Étymologie: ἄνομος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνομέω: поступать беззаконно (περί τι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομέω: εἶμαι ἄνομος, πράττω ἀνομίαν, παρανομῶ, τοὺς περὶ τὸ ἱρὸν ἀνομήσαντας Ἡρόδ. 1. 144.
Greek Monotonic
ἀνομέω: μέλ. ἀνομήσω (ἄνομος), ενεργώ παράνομα, περί τι, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἄνομος
to act lawlessly, περί τι Hdt.
Léxico de magia
actuar contra ley ref. a Set-Tifón συντέλεσόν μοι τὸ δεῖνα πρᾶγμα ... κραταιὲ Σὴθ Τυφῶν, καὶ ἀνόμησον τῷ σθένει σου realiza completamente para mí tal obra, poderoso Set-Tifón, y actúa contra ley por medio de tu poder P III 87 P III 121