μεσεγγύημα

From LSJ
Revision as of 11:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσεγγῠημα Medium diacritics: μεσεγγύημα Low diacritics: μεσεγγύημα Capitals: ΜΕΣΕΓΓΥΗΜΑ
Transliteration A: mesengýēma Transliteration B: mesengyēma Transliteration C: meseggyima Beta Code: meseggu/hma

English (LSJ)

-ατος, τό, money or pledge deposited with a third party, X.ap.Poll.8.28, Aeschin.3.125, Hyp.Fr.254, App.BC2.19, BGU592ii9 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 137] τό, das bei einem Dritten niedergelegte Geld, die Bürgschaft, Aesch. 3, 125; Hyperid. bei Poll. 8, 28; App. B. C. 2, 19; s. Harpocr.; Isocr. 12, 13 hat Bekk. μεσεγγύωμα aufgenommen.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
gage déposé entre les mains d'un tiers.
Étymologie: μεσεγγυάω.

Russian (Dvoretsky)

μεσεγγύημα: ατος τό внесенное в депозит, залог (внесенный третьему лицу) Aeschin.

Greek (Liddell-Scott)

μεσεγγύημα: τό, χρήματα ἢ ἐνέχυρον κατατεθειμένα ἐν χερσὶ τρίτου, Αἰσχίν. 71. 18, Ὑπερείδ. καὶ Ξεν. παρὰ Πολυδ. Η΄, 28.

Greek Monolingual

το (Α μεσεγγύημα και μεσεγγύωμα) μεσεγγυώ
το διεκδικούμενο κινητό ή ακίνητο στοιχείο ή και το ποσό χρημάτων που παραδίδεται σε τρίτο άτομο μέχρι την επίλυση της διαφοράς ανάμεσα σε αυτούς που το διεκδικούν.

Greek Monotonic

μεσεγγύημα: -ατος, τό, χρήματα ή ενέχυρο κατατεθειμένο στα χέρια τρίτου, σε Αισχίν.

Middle Liddell

μεσεγγύημα, ατος, τό, [from μεσεγγῠάω]
money or a pledge deposited with a third party, Aeschin.