ἀμελία

From LSJ
Revision as of 11:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμελία Medium diacritics: ἀμελία Low diacritics: αμελία Capitals: ΑΜΕΛΙΑ
Transliteration A: amelía Transliteration B: amelia Transliteration C: amelia Beta Code: a)meli/a

English (LSJ)

ἡ, poet. for ἀμέλεια, E.IA 850, Fr.187:—also in Inscrr. and Papyri, OGI383 (Nimrud Dagh), PTeb.61a176 (ii B. C.).

Spanish (DGE)

ἀμελίη v. ἀμέλεια.

German (Pape)

[Seite 121] ἡ, = ἀμέλεια, Eur. Iph. A. 850.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. ἀμέλεια.

Russian (Dvoretsky)

ἀμελία: ἡ Eur. = ἀμέλεια.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμελία: ἡ ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀμέλεια, Εὐρ. Ι. Α.. 850, Ἀποσπ. 187.

Greek Monolingual

και αναμελιά και ανεμελιά
έλλειψη φροντίδας ή προσοχής, αμέλεια, νωθρότητα, τεμπελιά
ο χαρακτηριζόμενος από αμελιά, αμελιάρης και ανα-, ανεμελιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. άμελος
ο τ. αναμελιά < ανάμελος, ο δε τ. ανεμελιά < ανέμελος, παράλλ. τ. του επιθ. άμελος].

Greek Monotonic

ἀμελία: ἡ, ποιητ. αντί ἀμέλεια, σε Ευρ.

English (Woodhouse)

heedlessness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)