ποικιλόνωτος

From LSJ
Revision as of 11:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόνωτος Medium diacritics: ποικιλόνωτος Low diacritics: ποικιλόνωτος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΝΩΤΟΣ
Transliteration A: poikilónōtos Transliteration B: poikilonōtos Transliteration C: poikilonotos Beta Code: poikilo/nwtos

English (LSJ)

ποικιλόνωτον, with back of various hues, ὄφις Pi.P.4.249; δράκων E.IT1241(lyr.); δόρξ Id.HF376(lyr.).

German (Pape)

[Seite 650] mit buntem, schillerndem Rücken; ὄφις, Pind. P. 4, 249; δράκων, Eur. I. T. 1245; sp. D., wie Nonn. D. 19, 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au dos tacheté.
Étymologie: ποικίλος, νῶτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλόνωτος -ον [ποικίλος, νῶτος] met gevlekte rug:. ποικιλόνωτος... δράκων een slang met gevlekte rug Eur. IT 1245.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόνωτος: с пестрой спиной (ὄφις Pind.; δράκων Eur.).

English (Slater)

ποικῐλόνωτος with spotted back γλαυκῶπα ποικιλόνωτον ὄφιν (P. 4.249)

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ζώα) αυτός που έχει ποικιλόχρωμα νώτα, αιολόνωτος («κτεῖνε... ποικιλόνωτον ὄφιν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -νωτος (< νῶτον), πρβλ. ευρύνωτος].

Greek Monotonic

ποικῐλόνωτος: -ον, αυτός που έχει πλάτη με ποικίλες, διάφορες αποχρώσεις, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόνωτος: -ον, ὁ ἔχων τὰ νῶτα ποικιλόχροα, ὄφις Πινδ. 4. 442 δράκων Εὐρ. Ι. Τ. 1245· ποικιλόνωτον δόρκα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 376.

Middle Liddell

ποικῐλό-νωτος, ον,
with back of various hues, Pind., Eur.