φιλοκτέανος

From LSJ
Revision as of 11:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκτέᾰνος Medium diacritics: φιλοκτέανος Low diacritics: φιλοκτέανος Capitals: ΦΙΛΟΚΤΕΑΝΟΣ
Transliteration A: philoktéanos Transliteration B: philokteanos Transliteration C: filokteanos Beta Code: filokte/anos

English (LSJ)

φιλοκτέανον, loving possessions, greedy of gain, covetous, Il.1.122 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1281] besitzliebend, dah. habsüchtig, habgierig, im superl. φιλοκτεανώτατος Il. 1, 122.

Russian (Dvoretsky)

φιλοκτέᾰνος: (только superl. φιλοκτεανώτατος) корыстолюбивый, жадный Hom.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκτέᾰνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ κτήματα, φιλοκτήμων, ἄπληστος, πλεονέκτης, ἐν Ἰλ. Α. 122, ἐν τῷ ὑπερθ. φιλοκτεανώτατος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.) φιλοκτήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κτέανος (< κτέανον «κτήμα, περιουσία»), πρβλ. πολυκτέανος.

Greek Monotonic

φῐλοκτέᾰνος: -ον (κτέανον), αυτός που αγαπά τα κτήματα, λαίμαργος για το κέρδος, άπληστος· υπερθ. φιλοκτεανώτατος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

φῐλο-κτέᾰνος, ον, κτέανον
loving possessions, greedy of gain, covetous, Sup. φιλοκτεανώτατος, Il.