αἱματόφυρτος
Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ' ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes
English (LSJ)
αἱματόφυρτον, blood-stained, βέλη AP5.179 (Mel.); φόνος Phleg.Mir.3.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτόφυρτος) -ον
manchado de sangre βέλη AP 5.180 (Mel.), φόνος Phleg.36.3.9, de pers., Pall.V.Chrys.6.135.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
souillé de sang.
Étymologie: αἷμα, φύρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱματόφυρτος -ον αἷμα, φύρω met bloed bevlekt.
German (Pape)
βέλη, mit Blut besudelt, Mel. 50 (V.180); Sp. S. αἱμόφυρτος.
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰτόφυρτος: запачканный кровью (βέλη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτόφυρτος: -ον, κεκηλιδωμένος αἵματι, βέλη, Ἀνθ. Π. 5. 180.
Greek Monotonic
αἱμᾰτόφυρτος: -ον (φύρω), αυτός που φέρει κηλίδες αίματος, αιμόφυρτος, σε Ανθ.