αἰνόγαμος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
αἰνόγαμον, fatally wedded, E.Hel.1120 (lyr.), Orph.A.867, Man.3.148.
Spanish (DGE)
(αἰνόγᾰμος) -ον
cuyo matrimonio trae desgracia de Paris, E.Hel.1120, Medea, Orph.A.867, Helena Trag.Adesp.644.40, Edipo, Opp.C.1.261, Sémele, Nonn.D.8.328, cf. Man.3.148.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au funeste hymen.
Étymologie: αἰνός, γάμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰνόγαμος -ον αἰνός, γάμος met een ellendig huwelijk.
German (Pape)
unglücklich vermählt, Πάρις Eur. Hel. 1120, Alex.
Russian (Dvoretsky)
αἰνόγᾰμος: вступивший в несчастный брак (Πάρις Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰνόγᾰμος: -ον, ὁ ὀλέθριον, δεινὸν γάμον συνάψας, Εὐρ. Ἑλ. 1120. Ὀρφ. Ἀργ. 875· πρβλ. αἰνόλεκτρος.
Greek Monotonic
αἰνόγᾰμος: -ον, αυτός που έχει συνάψει ολέθριο γάμο, σε Ευρ.
Middle Liddell
fatally wedded, Eur.