κορώνεως

From LSJ
Revision as of 11:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορώνεως Medium diacritics: κορώνεως Low diacritics: κορώνεως Capitals: ΚΟΡΩΝΕΩΣ
Transliteration A: korṓneōs Transliteration B: korōneōs Transliteration C: koroneos Beta Code: korw/news

English (LSJ)

(sc. συκῆ), ἡ, a fig of raven-grey colour, Ar.Pax628.

French (Bailly abrégé)

ω;
adj. f.
à fruits noirs (figuier, raisin).
Étymologie: κορώνη¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορώνεως -ω, ὁ [κορώνη] zwarte vijg.

German (Pape)

ω, συκῆ, ἡ, von der Farbe benannt, krähenfarbige, graue Feige; Ar. Pax 611; ἰσχάς Poll. 6.81; auch σταφυλή, id. 6.82; vgl. κορωναῖος; auch v.l. der mss. bei Ar. κορώναιον.

Russian (Dvoretsky)

κορώνεως: ω adj. f черная как ворона (συκῆ Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

κορώνεως: -ω, ἡ, συκῆ ἔχουσα χρῶμα κορώνης, μελαψόν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 628· πρβλ. κοράκεως. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κορώνεως· ἀμπέλου ἢ συκῆς εἶδος».

Greek Monolingual

κορώνεως, -ω, ἡ (Α)
συκιά που έχει χρώμα κουρούνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + επίθημα -εως (πρβλ. κανθάρεως, χελιδόνεως)].

Middle Liddell


κορώνεως συκῆ, ἡ, a fig of raven-gray colour, Ar. [from κορώνη