κλινουργός
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ὁ, = κλινοποιός, Pl.R. 597a.
German (Pape)
[Seite 1454] = κλινοπηγός, Plat. Rep. X, 597 a.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλινουργός -οῦ, ὁ [κλίνη, ἔργον] beddenmaker.
Russian (Dvoretsky)
κλῑνουργός: ὁ Plat. = κλινοποιός.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑνουργός: ὁ, (*ἔργω) = κλινοποιός, Πλάτ. Πολ. 597Α.
Greek Monolingual
κλινουργός, ὁ (Α)
κλινοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -ουργός < ἔργον (πρβλ. εριουργός, ταπητουργός)].
Greek Monotonic
κλῑνουργός: ὁ (*ἔργω) = κλινοποιός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
κλῑν-ουργός, οῦ, [*ἔργω = κλινοποιός, Plat.]