ἐρωτοπλάνος

From LSJ
Revision as of 12:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρωτοπλᾰ́νος Medium diacritics: ἐρωτοπλάνος Low diacritics: ερωτοπλάνος Capitals: ΕΡΩΤΟΠΛΑΝΟΣ
Transliteration A: erōtoplános Transliteration B: erōtoplanos Transliteration C: erotoplanos Beta Code: e)rwtopla/nos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, beguiling love, φθόγγος AP7.195 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1041] von der Liebe ableitend, die Liebe täuschend, φθόγγος, Mel. 112 (VII, 195).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trompe l'amour.
Étymologie: ἔρως, πλάνη.

Russian (Dvoretsky)

ἐρωτοπλάνος: (ᾰ) заставляющий забыть о любви (φθόγγος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωτοπλάνος: -ον, ὁ πλανῶν, ἐξαπατῶν τὸν ἔρωτα, φθόγγος Ἀνθ. Π. 7. 195.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἐρωτοπλάνος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που παρασύρει με ψεύτικες ερωτικές εκδηλώσεις
2. αυτός που παρασύρει σε ερωτική ακολασία
αρχ.
αυτός που εξαπατά το ερωτικό πάθος, που το κάνει να ξεχνιέται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + -πλάνος < πλανώ].

Greek Monotonic

ἐρωτοπλάνος: [ᾰ], -ον, αυτός που αποσπά με απάτη τον έρωτα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐρωτο-πλᾰ́νος, ον
beguiling love, Anth.