ἀναλάζομαι
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
take again, μορφήν Mosch.2.163.
Spanish (DGE)
tomar de nuevo Ζεὺς δὲ πάλιν σφετέρην ἀνελάζετο μορφήν Mosch.2.163.
German (Pape)
[Seite 195] wieder annehmen, μορφήν Mosch. 2, 159.
French (Bailly abrégé)
reprendre.
Étymologie: ἀνά, λάζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλάζομαι: ἀποθ., ἀναλαμβάνω, λαμβάνω πάλιν, Ζεὺς δὲ πάλιν σφετέρην ἀνελάζετο μορφὴν Μόσχ. 2. 159 (163).
Greek Monotonic
ἀναλάζομαι: αποθ., μόνο στον ενεστ., αναλαμβάνω, σε Μόσχ.